Λέξη: επίτιμος

Σχετικές λέξεις: επίτιμος

επίτιμοσ γενικόσ πρόξενοσ, επίτιμος δημότης σπαρτιατών, επίτιμος καθηγητής, επίτιμος σημασία, επίτιμοσ δικηγόροσ, επίτιμος πρόξενος, επίτιμος ορισμός, επίτιμοσ διδάκτορασ, επίτιμος δημότης, επίτιμος πρόεδρος

Συνώνυμα: επίτιμος

τιμητικός, ονομαστικός

Μεταφράσεις: επίτιμος

επίτιμος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
honorary, emeritus, an honorary, the Honorary

επίτιμος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
honorario, honorífico, honor, de honor, honoraria

επίτιμος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
Ehren-, Ehren, Honorar, ehrenamtlich

επίτιμος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
honorifique, honorable, gratuit, honoraire, honneur, d'honneur, honoris causa

επίτιμος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
onorario, onoraria, honoris causa, onore, onorifico

επίτιμος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
honorário, honorária, honra, honorífico, de honra

επίτιμος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
weledelgeboren, weledel, honorair, ere-, onbezoldigd, ere

επίτιμος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
почетный, неоплачиваемый, почетным, почетное, почетного, почётный

επίτιμος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
æres, res

επίτιμος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
heders-, heders, hedersdoktor, hedersledamot

επίτιμος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kunnia-, kunniatohtorin, kunniajäsen, kunniajäseniä, kunniajäseneksi

επίτιμος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
honorære, honorær, adjungeret, andre honorære, ærestitel

επίτιμος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
bezplatný, čestný, čestným, čestné, čestná, čestnou

επίτιμος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
bezpłatny, honorowy, honorowym, honorowego, honorowe, honorowa

επίτιμος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
becsületbeli, tiszteletbeli, fizetéstelen, tiszteleti, címzetes, a tiszteletbeli, tb

επίτιμος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
fahri, onursal, onur, şeref, fieref

επίτιμος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
почесний, неоплачуваний, почесна, почесну, почесного

επίτιμος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
nderi, nderit, i nderit, e nderit, nderit i

επίτιμος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
почетният, почетен, почетна, почетния, почетно

επίτιμος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ганаровы, почетный, ганаровая, пачэсны, ганаровую

επίτιμος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
au-, aukonsul, aukonsuli, aunimetusi, aukonsulaadi

επίτιμος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
počasni, počasno, počasnog, počasna, počasnim

επίτιμος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Heiðursfélagar, heiðurs, heiðursfélagi, Honorary, heiðursverðlaun

επίτιμος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
garbės, garb, garbingą, visuomeniniais, garb ÷

επίτιμος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
goda, goda pilns

επίτιμος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
почесниот, почесни, почесен, почесна, за почесен

επίτιμος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
de onoare, onorific, onoare, onorifice, Onorific al

επίτιμος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
častni, častna, častnega, častno, Slavnostni

επίτιμος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
čestný, čestného, úprimný, čestné
Τυχαίες λέξεις