Reform στα ελληνικά
Μετάφραση: reform, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανασχηματισμός, μεταρρύθμιση, μεταρρυθμίζω, μεταρρύθμισης, μεταρρυθμίσεων, τη μεταρρύθμιση, μεταρρυθμίσεις
Μεταφράσεις
- jumalikkus στα ελληνικά - θειότητα, θεότητα, θεότητας, θεότητά, τη θεότητά
- kondensatsioon στα ελληνικά - συμπύκνωση, συμπύκνωσης, συμπυκνώσεως, η συμπύκνωση, τη συμπύκνωση
- makse στα ελληνικά - πληρωμή, πληρωμής, πληρωμών, καταβολή, καταβολής
- muudetamatu στα ελληνικά - αμετάβλητος, αναλλοίωτος, αναλλοίωτα, αναλλοίωτη, αναλλοίωτο, αμετάβλητους
Τυχαίες λέξεις
Reform στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανασχηματισμός, μεταρρύθμιση, μεταρρυθμίζω, μεταρρύθμισης, μεταρρυθμίσεων, τη μεταρρύθμιση, μεταρρυθμίσεις
Μεταφράσεις: ανασχηματισμός, μεταρρύθμιση, μεταρρυθμίζω, μεταρρύθμισης, μεταρρυθμίσεων, τη μεταρρύθμιση, μεταρρυθμίσεις