Sarkastiline στα ελληνικά
Μετάφραση: sarkastiline, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σαρκαστικός, σαρκαστική, σαρκαστικό, σαρκαστικά, σαρκαστικοί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- arvestus στα ελληνικά - λογαριασμός, υπόψη, λογαριασμό, λογαριασμού, λόγω
- kaevikukaevaja στα ελληνικά - σκαπανέας
- koormis στα ελληνικά - δασμός, επιθήματα, impost, επίκρανο, με επιθήματα
- mandumine στα ελληνικά - χειροτέρευση, επιδείνωση, παρακμή, παρακμής, την παρακμή, της παρακμής, κατάπτωση
Τυχαίες λέξεις
Sarkastiline στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σαρκαστικός, σαρκαστική, σαρκαστικό, σαρκαστικά, σαρκαστικοί
Μεταφράσεις: σαρκαστικός, σαρκαστική, σαρκαστικό, σαρκαστικά, σαρκαστικοί