Λέξη: αυνανισμός

Σχετικές λέξεις: αυνανισμός

αυνανίσμος τροποι, αυνανίσμος και θρησκεια, αυνανίσμος ανδρων, αυνανίσμος γυναικων, αυνανίσμος αμαρτια, αυνανίσμος και υγεια

Συνώνυμα: αυνανισμός

μαλακία

Μεταφράσεις: αυνανισμός

αυνανισμός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
masturbation, onanism, of Masturbation, masturbation is, Amateur

αυνανισμός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
masturbación, la masturbación, masturbation, del masturbation, el masturbation

αυνανισμός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
onanie, masturbation, Selbstbefriedigung, Masturbation, Befriedigung, Onanie

αυνανισμός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
masturbation, la masturbation, de masturbation, de la masturbation

αυνανισμός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
masturbazione, masturbation, la masturbazione, di masturbation, Masturbazioni

αυνανισμός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
masturbação, a masturbação, masturbation, o masturbation, da masturbação

αυνανισμός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
masturbatie, Masturbation, masturberen, zelfbevrediging

αυνανισμός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
рукоблудие, онанизм, мастурбация, Онанизм, мастурбации, мастурбацией, мастурбацию

αυνανισμός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
onani, masturbering, masturbasjon, onanering, masturbation

αυνανισμός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
onani, Masturbation, Onanera, masturbationen

αυνανισμός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
itsetyydytys, masturbaatio, Masturbation, Välineet, masturbointi

αυνανισμός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
onani, masturbation, bedste af Onani, De bedste af Onani

αυνανισμός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
masturbace, onanie, Masturbation, masturbaci

αυνανισμός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
onania, onanizm, samogwałt, masturbacja, Masturbation, masturbacji, masturbację, Masturbacje

αυνανισμός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
maszturbáció, önkielégítés, a maszturbáció, maszturbációt, masturbation

αυνανισμός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
mastürbasyon, Masturbasyon, masturbation

αυνανισμός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
щогли, мастурбація

αυνανισμός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
masturbim, masturbimi, masturbation, masturbimin

αυνανισμός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
мастурбация, онанизъм, маструбация, мастурбацията, мастурбирането

αυνανισμός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
мастурбацыя

αυνανισμός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
masturbeerimine, onanism, eneserahuldamine, masturbatsioon, Masturbation, masturbatsiooni, masturbaatio

αυνανισμός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
masturbacija, samozadovoljavanje, masturbaciju, masturbacije, je masturbacija

αυνανισμός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sjálfsfróun

αυνανισμός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
masturbacija, masturbation, masturbacijos, masturbaciją

αυνανισμός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
masturbācija, masturbation, masturbācijas, masturbāciju, masturbācijai

αυνανισμός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
мастурбација, мастурбацијата, мастурбирање, на мастурбација

αυνανισμός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
masturbare, masturbarea, masturbarii, masturbării, de masturbare

αυνανισμός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
samozadovoljevanje, masturbacija, Masturbation, masturbacijo, Masturbacija je

αυνανισμός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
masturbácia, masturbácie, masturbace

Στατιστικά δημοτικότητας: αυνανισμός

Τυχαίες λέξεις