Λέξη: σοφία

Σχετικές λέξεις: σοφία

σοφία βεργκάρα, σοφία τσίπα, σοφία σακοράφα, σοφία κόκκαλη, σοφία βούλτεψη, σοφία κουρτίδου, σοφία πανάγου, σοφία βόσσου, σοφία δριστέλα, σοφία βέμπο, αγία σοφία, σοφια, βούλτεψη, αγία σοφία παίδων, σοφία λάττα, σοφία μαντούβαλου, σοφία παπάζογλου

Συνώνυμα: σοφία

φρόνηση, σύνεση, μάθηση, μόρφωση, γνώση, πολυμάθεια

Μεταφράσεις: σοφία

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
wisdom, Sophia, Sofia, wisdom of
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
sapiencia, cordura, sabiduría, la sabiduría, saber, juicio
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
weisheit, klugheit, Weisheit, Klugheit, Weisheits, die Weisheit
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sagesse, sens, la sagesse, de sagesse, prudence
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
senno, sapienza, saggezza, la saggezza, la sapienza, di saggezza
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sabedoria, arame, fio, juízo, senso, sensatez, a sabedoria, da sabedoria
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
wijsheid, de wijsheid
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
мудрость, премудрость, мудрости, мудростью
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
visdom, visdommen, klokskapen, kunnskap
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
visdom, vishet, visdomen, visheten, vishet för
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
viisaus, viisautta, viisauden, viisaudesta, viisauteen
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
visdom, visdommen, Viisdom, klogskab
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rozum, moudrost, moudrosti, moudrostí
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
mądrość, sens, mądrości, mądrością, wiedza
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bölcsesség, bölcsességet, a bölcsesség, bölcsessége, bölcsességgel
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
akıl, bilgelik, bilgeliği, hikmet, hikmeti
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
жорсткий, витривалий, твердий, металічний, міцний, мудрість, мудрость
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
zgjuarsi, urtësi, dituria, urtësia, dituria e, urtësinë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
мъдрост, мъдростта, мъдрости, знание
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
мудрасць, мудрасьць, мудрость, мудрасці
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tarkus, tarkust, tarkuse, tarkusest, tarkuses
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mudrost, mudrosti, je mudrost, mudrošću
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
viska, speki, visku, spekin
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
sapientia
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
išmintis, išminties, išmintį, išmintimi
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
gudrība, gudrību, gudrības
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
мудроста, мудрост, мудрости, мудри, оној
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
înţelepciune, înțelepciune, înțelepciunea, înțelepciunii, intelepciune, intelepciunea
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
modrost, modrosti
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
múdrosť, múdrosti

Στατιστικά δημοτικότητας: σοφία

Τυχαίες λέξεις