Skeptik στα ελληνικά
Μετάφραση: skeptik, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκεπτικιστής, δύσπιστος, σκεπτικιστή, σκεπτικιστές, διατηρούν επιφυλάξεις απέναντι, σκεπτική
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- juurdlus στα ελληνικά - έρευνα, διερεύνηση, έρευνας, της έρευνας, διερεύνησης
- kodar στα ελληνικά - χέρι, καρφίτσα, μίλησα, όπλο, μπράτσο, γόμφος, μίλησε, ...
- kukkur στα ελληνικά - τσιγκλώ, σπρώχνω, πορτοφόλι, γρι, τσάντα, το πορτοφόλι
- kutter στα ελληνικά - κόπτης, κοπής, κόφτη, κόπτη, κόφτης
Τυχαίες λέξεις
Skeptik στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκεπτικιστής, δύσπιστος, σκεπτικιστή, σκεπτικιστές, διατηρούν επιφυλάξεις απέναντι, σκεπτική
Μεταφράσεις: σκεπτικιστής, δύσπιστος, σκεπτικιστή, σκεπτικιστές, διατηρούν επιφυλάξεις απέναντι, σκεπτική