Λέξη: θυσιάζω
Σχετικές λέξεις: θυσιάζω
θαυμάζω συνώνυμα
Συνώνυμα: θυσιάζω
κάνω θύμα, εξαπατώ, κατατρέχω
Μεταφράσεις: θυσιάζω
θυσιάζω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
sacrifice, victimize, immolate, I sacrifice, to sacrifice
θυσιάζω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
sacrificio, víctima, sacrificar, el sacrificio, sacrificios, de sacrificio, elevado de sacrificio
θυσιάζω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
opfern, opferung, opfer, Opfer, Opfers
θυσιάζω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sacrifient, sacrifier, immolation, immoler, victime, dévouer, sacrifiez, sacrifions, consacrer, dédier, sacrifice, oblation, offrir, sacrifices, le sacrifice, de sacrifice
θυσιάζω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sacrificio, sacrificare, sacrifici, il sacrificio, sacrificio di, sacrifizio
θυσιάζω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sacrifício, centeio, sacrificar, sacrifícios, o sacrifício, sacrifício de
θυσιάζω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
offer, aanbieden, opofferen, offeren, opoffering, offerande, offers
θυσιάζω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
жертва, пожертвовать, жертвовать, заклание, убыток, жертвоприношение, жертвы, жертву, жертвоприношения
θυσιάζω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ofre, offer, offeret, slaktoffer
θυσιάζω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
offer, uppoffring, offret, uppoffringar
θυσιάζω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
uhrata, uhraus, uhri, uhrauksen, uhrauksia
θυσιάζω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
byde, tilbyde, offer, ofre, opofrelse, ofring
θυσιάζω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
obětování, obětovat, oběť, zasvětit, oběti, obětí
θυσιάζω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
poświęcenie, wyrzeczenie, ofiara, poświęcać, ofiary, ofiarą, ofiarę
θυσιάζω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
áldozat, áldozatot, áldozata, áldozatát, áldozatul
θυσιάζω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kurban, fedakarlık, feda, fedakârlık, fedakarlığı
θυσιάζω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пожертвувати, жертва, жертву
θυσιάζω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
sakrificë, fli, sakrifica, flijim, flijimi
θυσιάζω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
жертва, жертвоприношение, жертвата, жертви, саможертва
θυσιάζω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ахвяра, жертва
θυσιάζω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ohver, ohverdus, ohverdama, ohverdamine, ohverdada
θυσιάζω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
žrtvovanje, žrtva, žrtvovati, žrtvu, žrtve, žrtvovanja
θυσιάζω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fórna, fórn, sláturfórn, færa fórnir, fórnin
θυσιάζω στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
devoveo, piaculum, sacrificium
θυσιάζω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
auka, aukos, auką, pasiaukojimas, aukojimas
θυσιάζω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ziedot, upuris, upurēt, upuri, upurēšana, upurim
θυσιάζω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
жртва, жртвувањето, жртвата, жртвување, жртви
θυσιάζω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
sacrificiu, jertfă, sacrificiul, jertfa, sacrificiului
θυσιάζω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
žrtvovanje, žrtev, daritev, žrtvovanja, žrtvovati
θυσιάζω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
obeť, obetu, obete, obeta, obeťou