Toimiv στα ελληνικά

Μετάφραση: toimiv, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λειτουργικός, εργασίας, εργάσιμες, εργάζονται, που εργάζονται, εργάζεται
Toimiv στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • järglane στα ελληνικά - κληρονόμος, διάδοχος, διάδοχο, διαδόχου, διάδοχός, διάδοχό
  • kaabakas στα ελληνικά - παλιάνθρωπος, φαύλος, κακοποιός, κακό, κακοποιό, κακός
  • kahandamine στα ελληνικά - μείωση, ελάττωση, μείωσης, μειώσεως, υποβάθμιση
  • kavalalt στα ελληνικά - έξυπνα, πανουργώς, πονηρά, ύπουλα, με ύπουλο, πονηριά
Τυχαίες λέξεις
Toimiv στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λειτουργικός, εργασίας, εργάσιμες, εργάζονται, που εργάζονται, εργάζεται