Λέξη: κούτσουρο

Σχετικές λέξεις: κούτσουρο

κούτσουρο καθαρισμού καμινάδας, κούτσουρο από χαρτί, κούτσουρο καπνοκαθαριστής, κούτσουρο καθαρισμού, ονειροκριτης κούτσουρο, κούτσουρο κοπής κρέατος

Συνώνυμα: κούτσουρο

κορμός ξύλου, δρομόμετρο πλοίου, ημερολόγιο πλοίου, βλάκας, μπούφος, κορμός

Μεταφράσεις: κούτσουρο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
dunce, stump, log, chump, a stump, the stump
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
tocón, cepa, burro, colilla, muñón, tocón de, stump, el tocón
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
idiot, kanzel, bühne, podium, stummel, dummkopf, stumpf, Stumpf, Baumstumpf
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
estrade, chicot, chaire, souche, bûche, podium, écueil, idiot, cancre, moignon, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
tronco, ceppo, moncone, ceppo di, stump, moncherino
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
estrado, pódio, toco, cepo, coto, stump, coto de
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
podium, tribune, kansel, preekstoel, katheder, leerstoel, stomp, stronk, boomstronk, stump, ...
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
растушевывать, кряж, растушёвка, остолоп, растушевка, пень, болван, пенёк, огрызок, коротышка, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
stump, stubbe, stubb, stubben, stumpen
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stubbe, stubben, stump, stumpen, stubb
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
koroke, talloa, tarpoa, pätkä, pölkkypää, tynkä, kanto, stump, stumpkuva, blunt, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
stub, stump, stumpbillede, træstub, stumpen
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
hlupák, pařez, pahýl, stump, pařezy, pahýlu
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
głupiec, ogarek, pień, tępak, kikut, bierwiono, nieuk, pieniek, niedopałek, resztka, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tökéleten, fatönk, tökfilkó, csikk, tuskó, Stump, csonkja, csonkot
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kürsü, kütük, izmarit, kök kalıntısı, afallatmak, kriket kale kazığı
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
огарок, пень, недогарок, корчувати, пеньок
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
trung, trungu, trungu i, cung, hap i rëndë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пеня, пън, естомп, окастрям силно, водя предизборна агитация, вървя тромаво
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пень, корч, смаляк
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
hõõrel, könt, känd, puupea, puupakk, lomberdama, hämmeldama
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
panj, klada, glupak, pikavac, budala, batrljak, patrljak, govornica
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
stubbur, Stump, endann
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
stipes
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sakykla, kelmas, strampgalys, tušuoti, bigė, klibikščiuoti
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
celms, podijs, kancele, lāču, stumbrs, stump, celma
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
трупецот, трупец, ќутук
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
amvon, buturugă, butuc, ciot, stump, ciot de, trunchi
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
štor, panju, panj, štrcelj, stump
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
hlupák, peň, pařez, koreň, pni
Τυχαίες λέξεις