Toit στα ελληνικά

Μετάφραση: toit, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γλαφυρός, ζωντανός, φαγητό, τρέφω, τροφή, τροφίμων, τρόφιμα, των τροφίμων
Toit στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • akvaarium στα ελληνικά - ενυδρείο, ενυδρείου, ενυδρείων, του ενυδρείου, το ενυδρείο
  • eristama στα ελληνικά - διαφοροποιώ, διάκριση, διακρίνουν, διακρίνει, διακρίνουμε, γίνει διάκριση
  • kaagutus στα ελληνικά - κακαρίζω, φλυαρία, γελώ, κακαρίσματα, κακάρισμα, κακάρισμά
  • kirikutorn στα ελληνικά - Εκκλησία, Εκκλησίας, Church, Ναός, Εκκλησία του
Τυχαίες λέξεις
Toit στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γλαφυρός, ζωντανός, φαγητό, τρέφω, τροφή, τροφίμων, τρόφιμα, των τροφίμων