Ár στα ελληνικά
Μετάφραση: ár, Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ισλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κουπί, χρόνος, χρονιά, έτος, χρόνια, έτη, ετών, χρόνων
Μεταφράσεις
- ánamaðkur στα ελληνικά - σκουληκαντέρα, γαιοσκωλήκων, γεωσκώληκας, γαιοσκώληκας, γαιοσκώληκα
- ánægður στα ελληνικά - ικανοποιημένο, ικανοποιημένος, ευχαριστημένος, ευχάριστη, ευχάριστη θέση, στην ευχάριστη, στην ευχάριστη θέση
- áratugur στα ελληνικά - δεκαετία, Δεκαετίας, Δεκαετίας για, δεκαετία για
- árbugða στα ελληνικά - ελίσσομαι
Τυχαίες λέξεις
Ár στα ελληνικά - Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κουπί, χρόνος, χρονιά, έτος, χρόνια, έτη, ετών, χρόνων
Μεταφράσεις: κουπί, χρόνος, χρονιά, έτος, χρόνια, έτη, ετών, χρόνων