Greiði στα ελληνικά

Μετάφραση: greiði, Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπηρεσία, εξυπηρέτηση, ευνοώ, ρουσφέτι, χάρη, σέρβις, πληρωμή, πληρώσει, καταβάλει, πληρώσουν, πληρώνουν
Greiði στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • greindur στα ελληνικά - έξυπνος, νοήμων, ευφυή, ευφυής, ευφυών
  • greiða στα ελληνικά - πληρώνω, πληρωμή, πληρώσει, καταβάλει, πληρώσουν, πληρώνουν
  • greiðsla στα ελληνικά - πληρωμή, πληρωμής, πληρωμών, καταβολή, καταβολής
  • gremja στα ελληνικά - αγανάκτηση, ενόχληση, όχληση, Η όχληση, Εκνευρισμός, την ενόχληση
Τυχαίες λέξεις
Greiði στα ελληνικά - Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπηρεσία, εξυπηρέτηση, ευνοώ, ρουσφέτι, χάρη, σέρβις, πληρωμή, πληρώσει, καταβάλει, πληρώσουν, πληρώνουν