Hending στα ελληνικά

Μετάφραση: hending, Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συγκυρία, τύχη, πιθανότητα, ευκαιρία, τυχαίος, τυχαία, τυχαίο, τυχαίας, τυχαίων
Hending στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • hemill στα ελληνικά - τροχοπεδώ, φρένο, φρενάρω, αναστολέα, αναστολέας, αναστολέα της, αναστολέας της, ...
  • henda στα ελληνικά - διαδραματίζω, πέταγμα, πετώ, εξακοντίζω, συμβαίνω, ρίχνω, ρίξει, ...
  • hengja στα ελληνικά - απαγχονίζω, αποδίδουν, επισυνάψετε, συνδέστε, επισυνάπτει, συνδέσετε
  • hennar στα ελληνικά - αυτήν, της, αυτή, την, αυτής
Τυχαίες λέξεις
Hending στα ελληνικά - Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συγκυρία, τύχη, πιθανότητα, ευκαιρία, τυχαίος, τυχαία, τυχαίο, τυχαίας, τυχαίων