Λέξη: τσεκούρι

Σχετικές λέξεις: τσεκούρι

τσεκούρι σχισίματος κορμών, τσεκούρι βορίδης, τσεκούρι fiskars, τσεκούρι για ξύλα, τσεκούρι γαβράς, τσεκούρι βικιπαίδεια, τσεκούρι και φωτιά στους προσκυνημένους, τσεκούρι ονειροκρίτης, τσεκούρι διαχωρισμού, τσεκούρι σχισίματος

Συνώνυμα: τσεκούρι

πέλεκυς, είδος μουσικής

Μεταφράσεις: τσεκούρι

τσεκούρι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
axe, ax, hatchet, Axe, an ax, Axeman

τσεκούρι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
hacha, ax, hacha de, el hacha, eje

τσεκούρι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
beil, axt, Axt, Beil, ax, axe

τσεκούρι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
tailler, ébrancher, hache, cognée, ax, axe, la hache

τσεκούρι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
scure, ascia, accetta, ax, un'ascia, axe

τσεκούρι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
machado, ax, axe, machado de, eixo

τσεκούρι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
hakbijl, bijl, ax, axe, as, de bijl

τσεκούρι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ледоруб, отсечение, топор, колун, секира, казнь, AX, ах, топором, топора

τσεκούρι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
øks, ax, øksen, økse, axe

τσεκούρι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
yxa, ax, yxan, axe

τσεκούρι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kirves, hakata, AX, axe, kirveen

τσεκούρι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
økse, ax, øksen, axe

τσεκούρι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
osekávat, sekera, otesávat, AX, sekyra, sekeru, sekerou

τσεκούρι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
topór, siekiera, redukować, kilof, ax, axe, siekiery

τσεκούρι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
létszámcsökkentés, leépítés, fejsze, balta, AX, fejszét, axe

τσεκούρι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
balta, AX, axe, baltası, bir balta

τσεκούρι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сокира, сокиру, топор

τσεκούρι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
sëpatë, sëpata, sëpatës, ax, e sëpatës

τσεκούρι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
топор, брадва, брадвата, секира, секирата

τσεκούρι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сякера, сякеру, тапор, топор

τσεκούρι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kirves, raiuma, AX, axe, kirve, on AX

τσεκούρι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
osovina, sjekira, ax, sjekirom, sjekiru, sjekire

τσεκούρι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
öxi, AX, öxin, öxina, öx

τσεκούρι στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
securis

τσεκούρι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kirvis, axe, mažinimas, tašyti, apkarpyti

τσεκούρι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
cirvis, AX, axe, cirvi, cirvja

τσεκούρι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
секира, секирата, ax, осовина, оска

τσεκούρι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
topor, ax, toporul, secure, topor de

τσεκούρι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ax, axe, sekira, sekiro

τσεκούρι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
sekera, sekery, axe

Στατιστικά δημοτικότητας: τσεκούρι

Τυχαίες λέξεις