Λέξη: σαβούρα

Σχετικές λέξεις: σαβούρα

σαβούρα πλοίου, σαβούρα ετυμολογια, μπέζος σαβούρα, σαβούρα ορισμόσ

Συνώνυμα: σαβούρα

σκουπίδια, παλιοπράγματα, παληοσίδερα, παληοπράγματα, είδος κινέζικου πλοίου, έρμα, σκυρόστρωμα

Μεταφράσεις: σαβούρα

σαβούρα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ballast, junk, clutter, savoura

σαβούρα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
lastre, basura, chatarra, desperdicios, no deseado, la chatarra

σαβούρα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ballast, schotter, Trödel, Müll, Ramsch, Dschunke, Gerümpel

σαβούρα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
lester, ballast, lest, jonque, camelote, indésirable, ordure, indésirables

σαβούρα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
zavorra, giunca, rottame, rifiuto, spazzatura, indesiderata

σαβούρα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
balastro, estiva, junco, lixo, sucata, junk, de lixo

σαβούρα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ballast, rommel, jonk, junk, troep, ongewenste

σαβούρα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
щебень, балласт, утиль, барахло, хлам, нежелательной, у товар

σαβούρα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ballast, junk, useriøs, søppel, søppelpost, uønsket

σαβούρα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
barlast, skräp, skräppost, skräpmat, junk

σαβούρα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kuorma, painolasti, romu, junk, roskaa, turhat, roskaruokaa

σαβούρα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ballast, junk, uønsket, skrammel, uønskede

σαβούρα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zátěž, balast, přítěž, štěrk, haraburdí, nevyžádané, nevyžádanou, junk, nezdravé

σαβούρα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zrównoważenie, balast, podsypka, balastowanie, śmieć, śmieci, junk, fast, junkiery

σαβούρα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ballaszt, fenéksúly, hulladék, szemét, junk, kéretlen, szemetet

σαβούρα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ıvır zıvır, hurda, önemsiz, gereksiz, abur

σαβούρα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
баласт, утиль, брухт, утилізацію

σαβούρα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vjeturina, junk, hedhurinë, të kotë, narkotik

σαβούρα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
баласт, боклуци, нежелана, нездравословна, боклук, смет

σαβούρα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ўтыль, утыль

σαβούρα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ballastima, junk, rämps, rämpsposti, prügi, rämpstoitu

σαβούρα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
načela, gruž, pošljunčiti, balast, starudija, junk, neželjenih, nešto posve bezvrijedno, bezvrijedne

σαβούρα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skran, rusl, ruslpóstur, rusli, ruslpóst

σαβούρα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
šlamštas, šiukšlių, junk, nepageidaujamo, greito

σαβούρα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
džonka, junk, nevēlamā, nevēlamo, neveselīgas

σαβούρα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
баластот, ѓубре, џанк, несакана, сметот, брза

σαβούρα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
lest, drog, nedorită, nedorite, gunoi, fast

σαβούρα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
balast, junk, neželeno, neželene, neželenih, neželena

σαβούρα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
balast, haraburdu, haraburdia, haraburdie, haraburdy, harabúrd
Τυχαίες λέξεις