Lána στα ελληνικά
Μετάφραση: lána, Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ισλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δανείζω, δάνειο, δανείου, δανείων, του δανείου, δάνεια
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- lágur στα ελληνικά - χαμηλός, χαμηλή, χαμηλής, χαμηλό, χαμηλού
- lán στα ελληνικά - δανεισμός, δάνειο, δανείου, δανείων, του δανείου, δάνεια
- láta στα ελληνικά - ενοικιάζομαι, βάζω, τοποθετώ, αφήνω, ας, αφήστε, αφήσει, ...
- látinn στα ελληνικά - πεθαμένος, νεκρός, νεκρών, νεκρά, νεκρό, νεκρούς
Τυχαίες λέξεις
Lána στα ελληνικά - Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δανείζω, δάνειο, δανείου, δανείων, του δανείου, δάνεια
Μεταφράσεις: δανείζω, δάνειο, δανείου, δανείων, του δανείου, δάνεια