Δανείζω στα ισλανδικά
Μετάφραση: δανείζω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lána, að lána, lánað
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δανείζω
δανείζω english, δανείζω ετυμολογία, δανείζω βικιλεξικο, δανείζω χρήματα, δανείζω ρήμα, δανείζω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, δανείζω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- δαμάσκηνο στα ισλανδικά - Plum, plóma, á Plum
- δανείζομαι στα ισλανδικά - láni, lán, taka lán, að taka lán, lánað
- δανειζόμενος στα ισλανδικά - lántaki, lántakandi, lántaka, lántakanda, lánþeginn
- δανεισμός στα ισλανδικά - lán, lántökur, lántaka, lántöku, lána
Τυχαίες λέξεις
Δανείζω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: lána, að lána, lánað
Μεταφράσεις: lána, að lána, lánað