Λέξη: γηγενής
Σχετικές λέξεις: γηγενής
γηγενής wikipedia, γηγενής συνώνυμο, άπας γηγενής, γηγενής ομιλητής, γηγενήσ ετυμολογία, γηγενής αγρινιώτης, γηγενής λεξικό, γηγενής πρόταση, γηγενής συνώνυμα, γηγενής ορισμός
Μεταφράσεις: γηγενής
γηγενής στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
aboriginal, indigenous, native, a native, indigenous to
γηγενής στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
aborigen, indígena, original, indígenas, autóctona, autóctono, indígeno
γηγενής στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
eingeboren, bodenständig, einheimisch, urzeitlich, heimisch, indigenen, indigene, einheimischen
γηγενής στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
primordial, rudimentaire, primitif, autochtone, originel, originaire, indigène, primaire, aborigène, autochtones, indigènes, des autochtones
γηγενής στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
autoctono, aborigeno, indigeno, indigena, indigeni, indigene, autoctona
γηγενής στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aborígene, indígena, nativo, autóctone, indígenas, indígeno, nativa
γηγενής στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
autochtoon, inheems, inlands, inboorling, oerbewoner, binnenlands, inlander, inheemse, autochtone, de inheemse, binnenlandse
γηγενής στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
абориген, отечественный, исконный, коренной, туземный, туземец, местный, коренных, коренных народов, коренные, коренного
γηγενής στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
opprinnelig, innfødt, urfolk, indigenous, urbefolkningen, urbefolkning, innfødte
γηγενής στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
inhemsk, inföding, infödd, indigenous, inhemskt, infödda
γηγενής στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kotimainen, alkuasukas, kotoperäinen, alkuperäiskansojen, alkuperäisväestön, alkuperäiskansoja, alkuperäiskansat
γηγενής στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
oprindelig, indfødte, indfødt, oprindelige, indenlandske, indenlandsk
γηγενής στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
primitivní, domorodý, domorodec, praobyvatel, prapůvodní, prvotní, domácí, původní, původních, domorodé
γηγενής στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rdzenny, początkowy, pierwotny, tubylec, rodzimy, miejscowy, tubylczy, krajowy, lokalny
γηγενής στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bennszülött, őshonos, belföldi, őslakos, hazai
γηγενής στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yerli, yerel, özgü, doğal
γηγενής στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
корінний, тубілець, тубільний, місцевий, місний, місцевого, місцева
γηγενής στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
indigjen, indigjene, vendase, autokton, autoktone
γηγενής στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
присъщ, местен, местни, местното, местният
γηγενής στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
мясцовы
γηγενής στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
algupärane, pärismaine, aborigeen, põlisrahvaste, põliste, põliselanike, kodumaiseid, pärismaiste
γηγενής στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prastari, domaći, domorodački, autohtono, autohtona, autohtoni
γηγενής στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
frumbyggja, frumbyggjar, heimamanna, innfæddur
γηγενής στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vietinis, vietinių, vietiniai, vietinės, vietinė
γηγενής στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
iezemiešu, pamatiedzīvotāji, pamatiedzīvotāju, autohtons, pamatiedzīvotājiem
γηγενής στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
домородните, автохтони, автохтон, домородното, автохтоните
γηγενής στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
indigen, indigene, indigenă, local, autohtone
γηγενής στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
avtohtona, avtohtone, avtohton, avtohtoni, avtohtonih
γηγενής στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
domorodý, domorodého