Penni στα ελληνικά

Μετάφραση: penni, Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μάντρα, στυλό, πένα, συσκευή τύπου πένας, πένας, τύπου πένας
Penni στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • partur στα ελληνικά - χωρίζω, μερίδιο, μέρος, τμήμα, πλαίσιο, μέρους, μέρει
  • peningar στα ελληνικά - λεφτά, χρήματα, χρήμα, χρημάτων, τα χρήματα, χρήματος
  • persóna στα ελληνικά - πρόσωπο, άνθρωπος, άτομο, χαρακτήρας, χαρακτήρα, χαρακτήρων, του χαρακτήρα, ...
  • poki στα ελληνικά - τσάντα, σακούλα, σάκο, σάκος, σακούλας
Τυχαίες λέξεις
Penni στα ελληνικά - Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μάντρα, στυλό, πένα, συσκευή τύπου πένας, πένας, τύπου πένας