Λέξη: αγχώδης

Σχετικές λέξεις: αγχώδης

αγχώδης διαταραχή, αγχώδης διαταραχή μελέτη περίπτωσης, αγχώδης αντιδραστική νεύρωση, αγχώδης νεύρωση, αγχώδης διαταραχή αντιμετώπιση, αγχώδης διαταραχή θεραπεία, αγχώδης διαταραχή προκαλούμενη από ουσίες, αγχώδης κατάθλιψη συμπτώματα, αγχώδης κατάθλιψη, αγχώδης διαταραχή μη προσδιοριζόμενη αλλιώς

Μεταφράσεις: αγχώδης

αγχώδης στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
anxious, anxiety, stressful

αγχώδης στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
inquieto, ansioso, ansiedad, la ansiedad, de ansiedad, angustia, ansiedad de

αγχώδης στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bange, nervös, unruhig, ängstlich, Angst, Ängstlichkeit, Sorge, Angstzustände

αγχώδης στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
anxieux, craintif, avide, impatient, nerveux, désireux, affamé, inquiet, anxiété, l'anxiété, angoisse, inquiétude, d'anxiété

αγχώδης στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
nervoso, ansia, l'ansia, ansietà, angoscia, di ansia

αγχώδης στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
nervoso, ansioso, ansiedade, a ansiedade, de ansiedade, angústia, da ansiedade

αγχώδης στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bezorgd, bang, nerveus, zenuwachtig, beducht, ongerust, angst, ongerustheid, bezorgdheid, onrust, van angst

αγχώδης στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
заботливый, непокойный, нервный, трепетный, смутный, взволнованный, обеспокоенный, беспокоящийся, взбудораженный, тревожный, тревожащий, озабоченный, беспокойный, тревога, беспокойство, тревоги, тревожность, беспокойства

αγχώδης στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
nervøs, ivrig, engstelig, angst, engstelse, uro, angsten

αγχώδης στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
nervös, ångest, oro, ängslan, ångesten

αγχώδης στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
levoton, hätäinen, hermostunut, innokas, rauhaton, levottomuus, huoli, ahdistusta, ahdistuneisuus, ahdistus

αγχώδης στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
angst, ængstelse, bekymring, uro

αγχώδης στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
znepokojený, úzkostlivý, úzkostný, dychtivý, starostlivý, úzkost, úzkosti, úzkostné, úzkostná, úzkostí

αγχώδης στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
żądny, bezsenny, niespokojny, chętny, zaniepokojony, niepokój, lęk, obawa, lęku, niepokoju

αγχώδης στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szorongás, szorongásos, a szorongás, szorongást, aggodalom

αγχώδης στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sinirli, kaygı, anksiyete, endişe, bunaltı, kaygısı

αγχώδης στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
тривожний, неспокійний, схвильований, стурбований, тривога, тривогу

αγχώδης στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ankth, ankthi, ankthit, ankthi i, ankthin

αγχώδης στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
безпокойство, тревога, тревожност, тревожно, тревожността

αγχώδης στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
трывога, тревога, трывогу, трывогі

αγχώδης στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
murelik, kibelev, rahutu, ängistus, mure, ärevus, ärevuse, ärevust

αγχώδης στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nestrpljivo, mučan, zabrinut, uznemiren, uzbuđen, anksioznost, tjeskoba, anksioznosti, tjeskobe, anksiozni

αγχώδης στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hugsjúkur, kvíði, kvíða, kviða

αγχώδης στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nerimas, nerimo, nerimą, susirūpinimas

αγχώδης στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nemiers, trauksme, trauksmes, trauksmi, bažas

αγχώδης στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
анксиозност, вознемиреност, анксиозноста, вознемиреноста, нервоза

αγχώδης στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
nervos, anxietate, anxietatea, de anxietate, anxietății, anxietatii

αγχώδης στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
anksioznost, tesnoba, anksioznosti, tesnobo, tesnobnost

αγχώδης στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
znepokojený, úzkostlivý, nedočkavý, úzkosť, úzkosti

Στατιστικά δημοτικότητας: αγχώδης

Τυχαίες λέξεις