Sál στα ελληνικά

Μετάφραση: sál, Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ψυχή, Soul, Ψυχής, η ψυχή, της ψυχής
Sál στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • syngja στα ελληνικά - τραγουδώ, τραγουδούν, τραγουδήσει, τραγουδήσουν, τραγουδήσω
  • sá στα ελληνικά - σπέρνω, ενσπείρω, ο, η, το, την, της
  • sálrænn στα ελληνικά - ψυχικός, πνευματικός, ψυχολογικός, ψυχολογική, ψυχολογικής, ψυχολογικές, ψυχολογικά
  • sápa στα ελληνικά - σαπούνι, σαπουνιού, σάπωνα, σάπωνος, σαπούνια
Τυχαίες λέξεις
Sál στα ελληνικά - Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ψυχή, Soul, Ψυχής, η ψυχή, της ψυχής