Λέξη: διορισμός
Σχετικές λέξεις: διορισμός
διορισμός δικαστικων αντιπροσωπων 2014, διορισμός μελών δεπ 2014, διορισμός στο δημόσιο, διορισμός εκπαιδευτικών, διορισμός επιτρόπου ανηλίκου, διορισμός μελών δεπ, διορισμός δικαστικών αντιπροσώπων 2012, διορισμός αντικλήτου, διορισμός δικαστικών αντιπροσώπων, διορισμός τεχνικού συμβούλου
Συνώνυμα: διορισμός
επιτροπή, προμήθεια, διάπραξη, αξίωμα, εξοπλισμός, ραντεβού, συνέντευξη, εντολή, ονομασία, προσδιορισμός, περιγραφή
Μεταφράσεις: διορισμός
διορισμός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
appointment, designation, appointment of, appointed, nomination
διορισμός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
designación, cita, nombramiento, nombramientos, el nombramiento
διορισμός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ernennung, anstellung, berufung, verabredung, festsetzung, bestimmung, termin, stellung, amt, Ernennung, Termin, Bestellung, Verabredung, Berufung
διορισμός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
poste, charge, décret, rang, office, place, entrevue, emploi, nomination, ordonnance, désignation, disposition, investiture, rendez-vous, rencontre, rendez
διορισμός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
appuntamento, nomina, designazione, su appuntamento, incarico
διορισμός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
nomearão, nomeação, compromisso, designação, consulta, encontro
διορισμός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afspraak, aanstelling, benoeming, aanwijzing, afspraak te
διορισμός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
встреча, назначение, обстановка, свидание, определение, мебель, место, пост, предназначение, должность, прием, встречу, назначения, назначении, назначением
διορισμός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
avtale, utnevnelse, utnevnelsen, oppnevning, avtalen
διορισμός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
möte, träff, ämbete, tidsbeställning, utnämning, utnämningen, utses
διορισμός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
nimitys, tapaaminen, nimittäminen, nimittämisestä, nimittämistä, nimittämisen
διορισμός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
aftale, tid, udnævnelse, udnævnelsen, udpegelse
διορισμός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
úřad, předpis, funkce, nařízení, ustanovení, místo, schůzka, jmenování, událost, schůzku, jmenováním
διορισμός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wizyta, wyznaczenie, mianowanie, powoływanie, powołanie, spotkanie, posada, randka, obsada, stanowisko, nominacja, zarządzenie, wybór, ustanowienie
διορισμός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
találkozó, kinevezés, kinevezése, kinevezését, kinevezésére
διορισμός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
randevu, atama, atanması, çn, bir randevu
διορισμός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
призначання, меблі, посада, означення, визначення, призначення
διορισμός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
takim, emërimi, emërimin, emërimit, emërimi i
διορισμός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
прием, уговорена среща, длъжност, назначаване, назначаването, среща
διορισμός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прызначэнне, назначэнне, прызначэньне
διορισμός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
nimetamine, määramine, ametisse, nimetamise, ametisse nimetamise
διορισμός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sastanak, imenovanje, imenovanja, termin, imenovanju
διορισμός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skipun, stefnumót, tilnefning, Ráðning, erindið
διορισμός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
paskyrimas, paskyrimą, paskyrimo, skyrimas, skyrimo
διορισμός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
satikšanās, iecelšana, iecelšanu, iecelšana amatā, iecelšanas, ieceļ
διορισμός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
именување, назначување, назначувањето, состанок, именувањето
διορισμός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
întâlnire, numire, numirea, programare, numirii
διορισμός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
imenovanje, imenovanju, imenovanja, imenovanjem, sestanek
διορισμός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rande, menovanie, vymenovanie, menovania, vymenovaní, vymenovania
Στατιστικά δημοτικότητας: διορισμός
Τυχαίες λέξεις