Λέξη: είμαι

Σχετικές λέξεις: είμαι

είμαι μαμά, είμαι ένας άλλος στάνκογλου, είμαι μια χαρά, είμαι έγκυος, είμαι απο εκείνα τα παιδιά - στέλιος ρόκκος (στίχοι), είμαι αητός χωρίς φτερά, είμαι μια χαρά τσαλίκης στίχοι, είμαι δικός σου, είμαι ένας άλλος, είμαι από σπάνιο και εξωτικό χαρμάνι, τι ζωδιο είμαι, είμαι καλά

Μεταφράσεις: είμαι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
be, am, I'm, I am, I, I am a
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ser, encontrarse, vivir, existir, estar, estoy, Soy, que soy, que estoy, me
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
existieren, bin, morgens, sein, werden, verhalten, kosten, vormittags, leben, bestehen, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
être, avoir, exister, sa, vivre, sois, posséder, suis, soyez, matin, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
campare, essere, esistere, stare, vivere, dimorare, sono, io sono, mi, sto, ...
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ficar, estar, ser, haver, viver, existir, eu sou, estou, sou, eu estou, ...
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zijn, leven, verkeren, bestaan, ik ben, ik weet, ik, ben ik, ik heb
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
благоволить, сваляться, соблазниться, передаваться, отекать, исчисляться, отображаться, оказываться, жадничать, походить, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
leve, eksistere, er, være, jeg er, jeg, er jeg
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bli, vara, leva, existera, finnas, jag är, jag, är jag, Mig förmiddag, Tyvärr är
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
elellä, olla olemassa, elää, jaksaa, vastata, beryllium, ole, olla, Olen, minä olen, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
være, findes, eksistere, jeg er, jeg, er jeg, jeg ser, jeg har
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ráno, dopoledne, mít, existovat, žít, já jsem, jsem, jsem si, že jsem, Nejsem
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nastąpić, następować, być, żyć, mieć, wynosić, rano, przysługiwać, zaistnieć, czuć, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vagyok, én vagyok, én
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yaşamak, olmak, Ben, değilim
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
наступити, є, нагоду, спроможність, встати, побувати, Я
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shtrihet, gjendem, jam, jetoj, unë jam, unë jam i, jam i
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
съм, берилий, аз съм, Сигурен съм, че съм
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
Я
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
olen, olema, ma, I, Mul, mu
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
postojati, jesam, sam, budi, biti, Ja sam, da sam, ja, nisam
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
vera, liggja, ég er, ég, er ég, að ég er
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
exsisto
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
gyventi, būti, americis, egzistuoti, berilis, Aš, Esu, man, man nuobodu, man nuobodu Pasiūlyk
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
eksistēt, būt, amerīcijs, berilijs, dzīvot, Es, I, man
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
берилиум, јас сум, Сигурен сум, сум, дека сум, ми
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
fi, sunt, eu sunt, Îmi pare, mă, am
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ráno, biti, jaz sem, sem, Nisem, da sem
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
by, buď, ráno, existovať, ja, já, ja som, som

Στατιστικά δημοτικότητας: είμαι

Τυχαίες λέξεις