Sjúkur στα ελληνικά
Μετάφραση: sjúkur, Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ισλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άρρωστος, άρρωστο, άρρωστοι, άρρωστα, αναρρωτική
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- sjötti στα ελληνικά - έκτος, έκτη, έκτο, έκτου, έκτης
- sjúkrahús στα ελληνικά - νοσοκομείο, νοσοκομείου, νοσοκομειακή, του νοσοκομείου, νοσοκομειακής
- skafa στα ελληνικά - ξύνω, ξύστε, ξύσιμο, ξύνουν, scrape
- skaft στα ελληνικά - χειρίζομαι, μεταχειρίζομαι, χερούλι, στέλεχος, άξονα, άξονας, ατράκτου, ...
Τυχαίες λέξεις
Sjúkur στα ελληνικά - Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άρρωστος, άρρωστο, άρρωστοι, άρρωστα, αναρρωτική
Μεταφράσεις: άρρωστος, άρρωστο, άρρωστοι, άρρωστα, αναρρωτική