Λέξη: διακοπές

Σχετικές λέξεις: διακοπές

διακοπές με παιδιά, διακοπές στην κωνσταντινούπολη, διακοπές στη ρώμη, διακοπές πάσχα, διακοπές 2014, διακοπές συστήματος, διακοπές στην ιθάκη, διακοπές με μικρά παιδιά, διακοπές στην αίγινα, διακοπές καλοκαίρι 2014, διακοπές ρεύματος, διακοπές στην ελλάδα, φθηνές διακοπές, διακοπές δεη, προσφορές διακοπές, καλοκαιρινές διακοπές, διακοπές 2013, διακοπές 2012, διακοπές 2011, πάμε διακοπές, διακοπές ρεύματος δεη

Συνώνυμα: διακοπές

διακοπή, αργία, σχολή, εκκένωση

Μεταφράσεις: διακοπές

διακοπές στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
vacation, holiday, holidays, rental, vacations

διακοπές στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
feria, vacaciones, vacaciones en, días de fiesta, fiestas, las vacaciones

διακοπές στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
urlaub, feiertag, ferien, erholungsurlaub, erholungsaufenthalt, semesterferien, Ferien, Urlaub, Feiertage

διακοπές στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
férie, fête, vacances, permission, congé, vacance, fêtes, des vacances, les séjours, jours fériés

διακοπές στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ferie, vacanza, vacanze, feste

διακοπές στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
féria, férias, furo, desocupar, feriado, feriados, Holidays, férias em, as férias

διακοπές στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vakantie, rustdag, vakantiedag, snipperdag, vakanties, Holidays, feestdagen, verblijf

διακοπές στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
отгул, оставление, празднество, праздник, увольнение, отдых, каникулы, отпускник, вакация, освобождение, отдохновение, отпуск, Праздники, Отпуск, праздников

διακοπές στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ferie, helligdag, ferien, hellig, helligdager, dager, ferier

διακοπές στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
semester, ferie, ledighet, helg, helgdagar, semestrar, semestrar i, Resa

διακοπές στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
virkavapaus, loma, vapaa, juhlapäivät, vapaapäivät, vapaapäiviä, lomat, lomien

διακοπές στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ferie, helligdage, ferier, ferier i

διακοπές στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
uprázdnění, dovolená, prázdniny, svátek, prázdno, dovolenou, může, svátky

διακοπές στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wakacje, ferie, święto, choroba, wczasy, wakacje w, urlop, wakacji

διακοπές στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vakáció, ünnepek, szabadság, szünidő, nyaralás, a szabadság

διακοπές στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tatil, bayram, turizmi, tatiller, Bölgesi tatil

διακοπές στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
свято, звільнення, відпустку, святковий, канікули, відпустка, відпочинок

διακοπές στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pushim, pushime, pushimet, festat, festave, festa

διακοπές στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ваканция, празници, почивки, ваканции, Холидейз

διακοπές στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вакацыі, канікулы

διακοπές στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vaheaeg, vabastamine, puhkus, tõrskodalased, koolivaheaeg, puhkepäev, pühad, puhkuse, pühade, puhkusepakettide, puhkepäevad

διακοπές στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
blagdan, odmora, praznik, pražnjenje, praznici, Godišnji odmor, ljetovanje, Holidays, Odmor uz more

διακοπές στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
frí, helgidagur, hátíð, Holidays, frídagur, frídagar, helgidögum

διακοπές στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atostogos, šventės, švenčių, atostogų, Holidays

διακοπές στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atvaļinājums, svētki, brīvdienas, brīvdienām, svētku dienas, svētku

διακοπές στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
празници, одмор, празниците, одмори, holidays

διακοπές στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
vacanţă, concediu, vacanță, o vacanță, vacanță de, o vacanță de

διακοπές στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
počitnice, praznik, svate, dopust, prazniki, potovanj, hiše

διακοπές στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dovolenka, sviatok, prázdniny, dovolená, letné prázdniny, dovolenku

Στατιστικά δημοτικότητας: διακοπές

Τυχαίες λέξεις