Λέξη: ειρμός
Σχετικές λέξεις: ειρμός
ειρμός φροντιστήριο θεσσαλονίκη, συν ειρμόσ, ειρμόσ ετυμολογία, ειρμός γκαλερί, εκδόσεισ ειρμόσ, ειρμός θήβα, συν-ειρμός αμκε, ειρμός σκέψης, ειρμός κιλκίς, ειρμός των σκέψεων
Συνώνυμα: ειρμός
τρένο, αμαξοστοιχία, τραίνο, ακολουθία, ουρά φορέματος, συνοχή, συνέπεια, συνάφεια, αλληλουχία, συνειρμός, λογικότης, λογικότητα, συλλογισμός
Μεταφράσεις: ειρμός
ειρμός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
coherence, continuity, train, ratiocination
ειρμός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cohesión, continuidad, tren, de tren, tren de, trenes, de trenes
ειρμός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zusammenhang, stimmigkeit, kohäsion, zusammenhalt, fortbestand, fortdauer, zusammengehörigkeit, kohärenz, Zug, Bahn, dem Zug, der Bahn
ειρμός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
connexion, consistance, cohérence, cohésion, scénario, persistance, perpétuité, continuité, train, gare, trains, le train, de train
ειρμός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
coerenza, coesione, continuato, treno, stazione, treni, in treno, del treno
ειρμός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
trem, comboio, de trem, ferroviária, comboios
ειρμός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
samenhang, trein, de trein, train, treinstation, treinen
ειρμός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
непрерывно, электропроводность, неразрывность, сценарий, связывание, непрерывность, складность, последовательность, связность, целостность, слаженность, связь, преемник, согласованность, сцепление, преемственность, поезд, поезда, поезде, поездов, на поезде
ειρμός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sammenheng, tog, jernbane, toget, Train, Tren for
ειρμός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tåg, tåget, järnvägs, train, vid järnvägs
ειρμός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
jatkuminen, yhtenäisyys, yhtäjaksoisuus, jatkuvuus, jatko, juna, junan, junalla, junassa
ειρμός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tog, toget, train, togets
ειρμός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kontinuita, trvání, spojitost, koherence, ucelenost, plynulost, nepřetržitost, souvislost, soudržnost, vlak, vlakové, vlaku, vlaková, vlakem
ειρμός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
łączność, spójnia, następowanie, konsekwencja, zgoda, koherencja, ciągłość, spójność, zwartość, pociąg, kolej, pociągu, kolejowa, kolejowego
ειρμός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
állandósság, filmvágó, forgatókönyv, összevágó, vonat, vonattal, vonaton, a vonat, vonatot
ειρμός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tren, train, treni, bir tren
ειρμός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
з'єднання, сценарій, узгодженість, погодженість, наступність, зв'язність, цілісність, нерозривність, поїзд, потяг
ειρμός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
tren, treni, trenit, i trenit, trenave
ειρμός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
влак, влака, Тренирайте за
ειρμός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
цягнік, поезд
ειρμός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sidusus, katkematus, jätkuvus, koherentsus, kontinuiteet, rong, rongi, rongiga, rongide, rongis
ειρμός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
koherencija, trajnost, kontinuitet, kontinuiteta, usklađenost, neprekidnost, vlak, Trenirajte, željeznička, vlaka, vlakom
ειρμός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lest, þjálfa, Train, Lestin, lestinni
ειρμός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
traukinys, traukinio, traukinių, traukiniu
ειρμός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vilciens, vilciena, vilcienu, dzelzceļa, vilcienam
ειρμός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
воз, возот, железничка, железничката, возови
ειρμός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
coerenţă, tren, trenul, trenului
ειρμός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
koherence, vlak, train, vlaka, vlakom, vlakov
ειρμός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kontinuita, vlak, vlaku, train