Acumulación στα ελληνικά

Μετάφραση: acumulación, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συρροή, συσσώρευση, συναρμολόγηση, σύναξη, συσσώρευσης, τη συσσώρευση, συγκέντρωση, σώρευση
Acumulación στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • acuerdo στα ελληνικά - συμμόρφωση, τακτοποίηση, κατανόηση, διευθέτηση, ετοιμασία, συγχορδία, κατάλυμα, ...
  • acullá στα ελληνικά - εκεί
  • acumulador στα ελληνικά - μπαταρία, συστοιχία, συσσωρευτής, συσσωρευτή, Στηλών, πολλαπλών Στηλών, συσσωρευτών
  • acumular στα ελληνικά - περισυλλέγω, συγκεντρώνομαι, συσσωρεύω, μαζεύω, μαζεύομαι, συσσωρεύονται, συσσωρεύουν, ...
Τυχαίες λέξεις
Acumulación στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συρροή, συσσώρευση, συναρμολόγηση, σύναξη, συσσώρευσης, τη συσσώρευση, συγκέντρωση, σώρευση