Aprovisionar στα ελληνικά
Μετάφραση: aprovisionar, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χορήγηση, προμήθεια, παροχή, παρέχω, εφοδιασμού, προσφοράς, προμήθειας
Μεταφράσεις
- aprovechar στα ελληνικά - αξιοποιώ, όφελος, πλεονέκτημα, οφέλους, παροχών, παροχή
- aprovisionamiento στα ελληνικά - παρέχω, προμήθεια, χορήγηση, μέριμνα, παροχή, τροφοδοσία, τροφοδότηση, ...
- aproximación στα ελληνικά - προσέγγιση, πλησιάζω, προσεγγίζω, μέθοδος, προσεγγίσεως, προσέγγισης, την προσέγγιση
- aproximadamente στα ελληνικά - για, περί, περίπου, σχετικά με, σχετικά, για το
Τυχαίες λέξεις
Aprovisionar στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χορήγηση, προμήθεια, παροχή, παρέχω, εφοδιασμού, προσφοράς, προμήθειας
Μεταφράσεις: χορήγηση, προμήθεια, παροχή, παρέχω, εφοδιασμού, προσφοράς, προμήθειας