Λέξη: απασχολημένος
Σχετικές λέξεις: απασχολημένος
απασχολημένος συνώνυμα, απασχολημένος in english
Συνώνυμα: απασχολημένος
κατειλημμένος
Μεταφράσεις: απασχολημένος
απασχολημένος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
busy
απασχολημένος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
animado, ocupado, ocupados, ocupada, concurrida, lleno
απασχολημένος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
besetzt, beschäftigt, emsig, belegt, geschäftig, geschäftigen, damit beschäftigt, belebten
απασχολημένος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
trépidant, sémillant, affairé, agile, allant, assidûment, vif, anime, animé, occupé, pris, agissant, mouvementé, prisé, empâté, vivant, occupés, occupée, bien remplie, animée
απασχολημένος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
diligente, occupato, occupati, affollato, occupata, impegnato
απασχολημένος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ocupado, agitado, ocupada, movimentada, ocupados
απασχολημένος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bezet, bezig, druk, drukke, druk bezig
απασχολημένος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
беспокойный, озабоченный, суетливый, страдный, занятый, деловой, занятой, деятельный, дельный, оживленный, занят, заняты, занята
απασχολημένος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
opptatt, travel, travle, travelt
απασχολημένος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
upptagen, hektisk, upptagna, upptaget, livliga
απασχολημένος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
toimelias, vireä, touhukas, työteliäs, ahkera, kiireinen, varattu, kiireisen, kiireisiä, busy
απασχολημένος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
travlt, optaget, travl, travle, travlt med
απασχολημένος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
čilý, činný, rušný, živý, zaneprázdněný, obsazeno, zaneprázdněn, zaneprázdněni, rušné
απασχολημένος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ruchliwy, czynny, zajęty, skrzętny, rojny, pracowity, zajęci, zajęta, zajęte
απασχολημένος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
forgalmas, serény, tevékeny, elfoglalt, foglalt, elfoglalva, mozgalmas
απασχολημένος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
meşgul, yoğun, yoğun bir, meşgul bir, işlek
απασχολημένος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зайнятій, хапливий, зайнятою, діловий, зайнятої, зайнята, зайнятий
απασχολημένος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i zënë, zënë, të zënë, e zënë, zënë duke
απασχολημένος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
замятай, зает, заети, заета, натоварен, заето
απασχολημένος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
занятай, заняты
απασχολημένος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kinni, hõivatud, toimekas, kiire, tegevusterohket, kiiretes
απασχολημένος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
marljiv, zauzet, vrijedan, zaposliti, zauzeti, zauzeto, zauzeta, zaposlen
απασχολημένος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
starfsamur, upptekinn, tali, á tali, uppteknir, upptekin
απασχολημένος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
užimtas, užsiėmę, užimta, užsiėmęs
απασχολημένος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
aizņemts, aizņemta, aizņemti, aizñemts
απασχολημένος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
зафатен, зафатени, зафатена, зафатени со, е зафатен
απασχολημένος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ocupat, ocupată, ocupați, de ocupat, ocupati
απασχολημένος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zaseden, zaposlen, zasedena, busy, zasedeni
απασχολημένος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rušný, zaneprázdnený
Τυχαίες λέξεις