Canon στα ελληνικά
Μετάφραση: canon, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βασιλεύω, αποφασίζω, ιθύνω, κανόνας, Canon, της Canon, κανόνι, η Canon
Μεταφράσεις
- cano στα ελληνικά - φαιός, γκρίζος, σεβάσμιος, γηραιός, γκρίζο, υπόλευκος, πανάρχαιος
- canoa στα ελληνικά - καθελκύω, εκτοξεύω, κανό, εξαπολύω, κανόε, canoe, με κανό, ...
- canonical στα ελληνικά - κανονικός, κανονική, κανονικό, κανονικές, κανονικών
- canonización στα ελληνικά - αγιοποίηση, την αγιοποίηση, ανακήρυξη, αγιοποίησή, αγιοποιηθούν
Τυχαίες λέξεις
Canon στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βασιλεύω, αποφασίζω, ιθύνω, κανόνας, Canon, της Canon, κανόνι, η Canon
Μεταφράσεις: βασιλεύω, αποφασίζω, ιθύνω, κανόνας, Canon, της Canon, κανόνι, η Canon