Λέξη: αναστολή

Σχετικές λέξεις: αναστολή

αναστολή προθεσμιών λόγω εκλογών, αναστολή αδειών λόγω εκλογών 2014, αναστολή δικαστηρίων λόγω εκλογών, αναστολή αδειών λόγω εκλογών, αναστολή δικαστηρίων λόγω εκλογών 2014, αναστολή προσλήψεων λόγω εκλογών 2014, αναστολή πλειστηριασμών, αναστολή πλειστηριασμών 2013, αναστολή προσλήψεων και υπηρεσιακών μεταβολών, αναστολή προσλήψεων

Συνώνυμα: αναστολή

αναβολή, διακοπή, ανακοπή, ανάπαυση, εκκρεμότητα, απροσέλευστος, εκρεμότητα, εκκρεμότης, άμβλωση, έκτρωση, αποβολή, έκτρωμα, εξάμβλωμα

Μεταφράσεις: αναστολή

αναστολή στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
suspension, reprieve, inhibition, suspended, suspending, suspend

αναστολή στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
suspensión, indulto, la suspensión, de suspensión, suspensión de, colgante

αναστολή στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
hemmung, federung, aufhängen, verschiebung, pause, unterbrechung, gnadenfrist, suspendierung, aufhängung, aufschub, frist, abnahme, verringerung, Federung, Aussetzung, Aufhängung, Suspension, Suspendierung

αναστολή στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ajournement, allongement, diminution, répit, ajourner, accrochage, suspension, trêve, suspense, délai, interruption, cessation, abaissement, réduction, repos, entracte, la suspension, de suspension, suspension de, une suspension

αναστολή στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sosta, dilazione, sospensione, molleggio, sospensioni, di sospensione, la sospensione, della sospensione

αναστολή στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
abatimento, suspensão, desconto, pausa, de suspensão, suspensão de, suspens�, a suspensão

αναστολή στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
korting, achteruitgang, pauze, onderbreking, rust, afslag, stilte, uitstel, vermindering, verflauwing, besnoeiing, rabat, schorsing, ophanging, opschorting, suspensie, vering

αναστολή στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пресечение, вешание, приостановление, отсрочка, уменьшение, пауза, банкротство, подвешивание, приостановка, суспензия, прекращение, перерыв, дисквалификация, взвесь, подвеска, суспензию, подвески

αναστολή στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
frist, stans, suspensjon, suspensjonen, fjæring

αναστολή στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
rabatt, avtagande, suspension, suspensionen, fjädring, uppskov

αναστολή στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hirtto, armahdus, tauko, armahtaa, lieventää, helpotus, hyllyttäminen, lykkäys, ripustukset, huojennus, jousitus, suspensio, suspensiota, suspension, keskeyttäminen

αναστολή στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
suspension, suspensionen, udsættelse, suspenderes, affjedring

αναστολή στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
odročení, oddech, odložit, zavěšení, přestávka, pozastavení, zastavení, odklad, závěs, lhůta, suspendování, přerušení, suspenze, odročit, odpružení, suspenzi

αναστολή στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
odroczyć, karencja, zawieszać, zatrzymanie, zawieszenie, zwłoka, zwieszenie, przerwać, zawiesina, odroczenie, przerywać, zawiesinę, zawieszenia, zawiesiny

αναστολή στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szuszpenzió, beszüntetés, félbeszakítás, felfüggesztés, kerékfelfüggesztés, rugózás, haladék, felfüggesztése, felfüggesztését, szuszpenziós

αναστολή στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
süspansiyon, süspansiyonu, askı, asma

αναστολή στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
висячий, суспензія, підвішування, вішання, підвіска, подвеска

αναστολή στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pezullim, pezullimi, pezullimin, pezullimit, pezullimin e

αναστολή στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
окачване, суспензия, суспендиране, прекратяване, преустановяване

αναστολή στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
падвеска

αναστολή στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vedrustus, peatamine, peatamise, suspensiooni, suspensioon, peatamist

αναστολή στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
predah, odlaganje, suspenzija, obustava, ovjes, suspenziju, suspenzije

αναστολή στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dreifa, Sviflausnin, sviflausn, fjöðrun

αναστολή στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pauzė, pertrauka, sustabdymas, suspensija, pakaba, sustabdymo, suspensijos

αναστολή στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pauze, pārtraukums, suspensija, pārtraukšana, apturēšana, apturēšanu, suspensijas

αναστολή στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
суспензија, суспензијата, суспендирање, прекин, потпирање

αναστολή στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
antract, suspensie, suspendare, suspendarea, suspensii, de suspendare

αναστολή στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
odložit, vzmetenje, suspenzija, opustitev, prekinitev, suspenzijo

αναστολή στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pozastavení, zavesenie, zavesenia, podves, zaveseniu, zavesení

Στατιστικά δημοτικότητας: αναστολή

Τυχαίες λέξεις