Λέξη: κολοσσιαίος

Συνώνυμα: κολοσσιαίος

τεράστιος, τερατώδης, θεόρατος, υπερμεγέθης

Μεταφράσεις: κολοσσιαίος

κολοσσιαίος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
colossal, enormous, swingeing

κολοσσιαίος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
colosal, colosales, descomunal, colosal de

κολοσσιαίος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
überdimensional, enorm, riesig, kolossal, kolossalen, kolossale, colossal

κολοσσιαίος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
formidable, colossal, énorme, monstre, fantastique, immense, énormément, gigantesque, pyramidal, géant, colossale, colossales

κολοσσιαίος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
gigantesco, colossale, colossali, colossal, colosso

κολοσσιαίος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
colossal, colossais, gigantesco

κολοσσιαίος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ontzaglijk, reusachtig, geweldig, kolossaal, kolossale, enorme, reusachtige, gigantische

κολοσσιαίος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
огромный, грандиозный, громадный, великолепный, замечательный, колоссальный, колоссальная, колоссальное, колоссальной, колоссальным

κολοσσιαίος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kolossal, colossal, kolossale, enorm, kolossalt

κολοσσιαίος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
jättelik, kolossala, kolossalt, kolossal, Colossal, enorm

κολοσσιαίος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
jättimäinen, jättiläismäinen, suunnaton, valtava, valtavia, colossal, valtavat

κολοσσιαίος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kolossal, kolossale, kolossalt, enorme, enorm

κολοσσιαίος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kolosální, obrovský, ohromný, obrovitý, přenádherný, obrovská, kolosálním

κολοσσιαίος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kolosalny, olbrzymi, ogromny, kolosalna, kolosalne

κολοσσιαίος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kolosszális, óriási, hatalmas, gigászi

κολοσσιαίος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
devasa, muazzam, dev, devasa bir, muazzam bir

κολοσσιαίος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
величезний, грандіозний, чудовий, колосальний, колосальної, колосального, колосальна, колосальне

κολοσσιαίος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kolosal, kolosale, kolosal u bë, kolosale e, kolosale të

κολοσσιαίος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
колосален, колосална, колосални, огромна, колосалната

κολοσσιαίος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
каласальны, каласальная, калясальны, каласальную

κολοσσιαίος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kolossaalne, meeletud, tohutu, kolossaalseid, kolossaalse

κολοσσιαίος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
džinovski, ogroman, kolosalan, izvrstan, divovski, kolosalna, kolosalni, kolosalnih

κολοσσιαίος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
colossal, tröllvaxna

κολοσσιαίος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kolosalus, milžiniška, milžiniškas, didžiulis, milžiniški

κολοσσιαίος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kolosāls, milzīgs, milzīga, kolosāla, milzīgais

κολοσσιαίος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
колосална, колосални, колосален, колосалните, колосалната

κολοσσιαίος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
colosal, colosală, colosala, colosale, uriaș

κολοσσιαίος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Velikanska, kolosalno, kolosalna, Ogromen, ogromno

κολοσσιαίος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
obrovitý, kolosálny, kolosálne, kolosálnej, kolosálna, kolosálnu
Τυχαίες λέξεις