Capital στα ελληνικά

Μετάφραση: capital, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κυριότερος, μητρόπολη, πρωτεύουσα, κύριος, ηγετικός, κεφάλαιο, κεφαλαίου, κεφαλαίων, κεφάλαια
Capital στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • capilla στα ελληνικά - εξωκλήσι, κουκούλα, παρεκκλήσι, εκκλησάκι, ξωκλήσι, παρεκκλήσιο, παρεκκλησίου
  • capirotazo στα ελληνικά - αναστροφή, πορτάκι, κτύπημα, κτυπήματος, φλιπ
  • capitalista στα ελληνικά - καπιταλιστής, κεφαλαιοκράτης, καπιταλιστική, καπιταλιστικής, καπιταλιστικό
  • capitalización στα ελληνικά - κεφαλαιοποίηση, κεφαλοποίηση, κεφαλαιοποίησης, χρηματιστηριακή, την κεφαλαιοποίηση
Τυχαίες λέξεις
Capital στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κυριότερος, μητρόπολη, πρωτεύουσα, κύριος, ηγετικός, κεφάλαιο, κεφαλαίου, κεφαλαίων, κεφάλαια