Λέξη: νωθρότητα

Σχετικές λέξεις: νωθρότητα

νωθρότητα συνώνυμο, νωθρότητα σημασία, νωθρότητα wikipedia, νωθρότητα ορισμος, νωθροτητα συνώνυμα, νωθρότητα αγγλικά, νωθρότητα τι σημαινει, πνευματική νωθρότητα

Συνώνυμα: νωθρότητα

οκνηρία, βραδύπους, νωθρότης, ραθυμία, νωχέλεια, τεμπελιά, χαλαρότητα, χαλαρότης, χαλάρωση, ατονία, αδιαφορία, τσαπατσουλιά, ακαταστασία, βραδύτητα, βραδύτης

Μεταφράσεις: νωθρότητα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
indolence, sloth, listlessness, sluggishness, drowsiness
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
indolencia, pereza, perezoso, la pereza, perezosos, sloth
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
faulheit, trägheit, Faultier, Faulheit, Trägheit, sloth
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
indolence, assoupissement, léthargie, paresse, paresseux, la paresse, sloth
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pigrizia, bradipo, accidia, sloth, indolenza
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
preguiça, indolência, a preguiça, sloth, da preguiça
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
luiaard, luiheid, Sloth, traagheid, lippenbeer
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
лень, праздность, леность, бездельничанье, вялость, ленивец, лени, ленивца
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
latskap, lathet, dovenskap, sloth, dovendyr, doven
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sloth, lättja, slöhet, sengångare, slothen
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
laiskuus, laiskiainen, sloth, saamattomuus, laiskuutta
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
Sloth, dovenskab, dovendyr, ladhed, dovenskabens
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
lenost, lhostejnost, nevšímavost, nečinnost, netečnost, lenochod, Sloth, pyskatý, lenochodovití
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
opieszałość, lenistwo, niedołęstwo, indolencja, ospałość, ociężałość, gnuśność, sloth, leniwiec, właśnym leniwcem
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hanyagság, lajhár, lustaság, restség, sloth, lajhárt
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tembellik, sloth, tembel, tembel hayvan, miskinlik
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
лінивець, лінюху, ленивец, лінивий
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
përtaci, përtesë, plogështi
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
леност, ленивец, мързел, леността, ленивост
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
гультай, гультаю, лянівец, лянівы
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tööpõlgus, laiskus, laisik, sloth, laiskuse, Laiskiainen
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
lijenost, tromost, ljenivac, nerad, indijska vrsta
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
letidýr, sloth
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tingumas, tinginys, tinginiai, Sloth
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
slinkums, Garlūpu, Sloth, sliņķis, gausums
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
мрзеливоста, мрзливоста, празноста, мрзливост, мрзеливост
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
lene, lenea, lenes, sloth, trândăvie
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
lenost, lenivec, sloth, lenoba, Lijenost
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
lenivosť, lenost, lenosť
Τυχαίες λέξεις