Corsé στα ελληνικά

Μετάφραση: corsé, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κορσέ, κορσές, κορσέδων, τον κορσέ, κλοιό
Corsé στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • corruptible στα ελληνικά - δεκάσιμος, εξαγοραζόμενος, φθαρτό, φθαρτού, φθαρτόν
  • corsario στα ελληνικά - κουρσάρος, Corsair, κουρσάρικα, κουρσάρικου, η Corsair
  • cortador στα ελληνικά - κόπτης, κοπής, κόφτη, κόπτη, κόφτης
  • cortadura στα ελληνικά - κόψιμο, τομή, περικοπή, κομμένα, κοπής
Τυχαίες λέξεις
Corsé στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κορσέ, κορσές, κορσέδων, τον κορσέ, κλοιό