Debilitarse στα ελληνικά
Μετάφραση: debilitarse, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λάβαρο, ατονώ, μπαϊράκι, σημαία, αποδυναμώνουν, αποδυναμώσει, να αποδυναμώσει, αποδυναμώσουν, εξασθενίσει
Μεταφράσεις
- debilidad στα ελληνικά - αδυναμία, αδυναμίας, αδυναμίες, την αδυναμία, η αδυναμία
- debilitar στα ελληνικά - καταβάλλω, παραβλάπτω, χειροτερεύω, αποδυναμώνω, αποδυναμώνομαι, αποδυναμώνουν, αποδυναμώσει, ...
- debut στα ελληνικά - ντεμπούτο, το ντεμπούτο, ντεμπούτο του
- debutante στα ελληνικά - ντεμπιτάντ, πρωτοεμφανιζόμενη, κατά πρώτον εμφανιζόμενη στην κοινωνία
Τυχαίες λέξεις
Debilitarse στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λάβαρο, ατονώ, μπαϊράκι, σημαία, αποδυναμώνουν, αποδυναμώσει, να αποδυναμώσει, αποδυναμώσουν, εξασθενίσει
Μεταφράσεις: λάβαρο, ατονώ, μπαϊράκι, σημαία, αποδυναμώνουν, αποδυναμώσει, να αποδυναμώσει, αποδυναμώσουν, εξασθενίσει