Engrandecer στα ελληνικά
Μετάφραση: engrandecer, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπερβάλλω, εκθειάζω, παραλέω, μεγαλοποιώ, μεγεθύνω, μεγέθυνση, Κίνδυνος, μεγένθυση, enlarge, μεγεθύνετε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- engordar στα ελληνικά - παχαίνω, παχύνουν, παχαίνουν, την πάχυνση, πάχυνση των
- engranaje στα ελληνικά - ταχύτητα, ζεύξη, πλέγμα, προσαρμόζω, δίχτυ, γρανάζι, εργαλείων, ...
- engrandecimiento στα ελληνικά - αύξησης της χώρας, τους άνοδο
- engrasar στα ελληνικά - γράσο, λιπαντικό, λίπος, γράσου, λίπη, λιπών
Τυχαίες λέξεις
Engrandecer στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπερβάλλω, εκθειάζω, παραλέω, μεγαλοποιώ, μεγεθύνω, μεγέθυνση, Κίνδυνος, μεγένθυση, enlarge, μεγεθύνετε
Μεταφράσεις: υπερβάλλω, εκθειάζω, παραλέω, μεγαλοποιώ, μεγεθύνω, μεγέθυνση, Κίνδυνος, μεγένθυση, enlarge, μεγεθύνετε