Λέξη: σειρά

Σχετικές λέξεις: σειρά

σειρά δραστικότητας μετάλλων, σειρά ζωδίων, σειρά μπρούσκο, σειρά κάτω παρτάλι, σειρά fourier, σειρά ομάδων ρεθεμνιώτικο καρναβάλι 2014, σειρά υπουργείων, σειρά του αντ1 'ερωτας, σειρά πλανητών, σειρά παρέλασης πληρωμάτων 2014

Συνώνυμα: σειρά

αράδα, στοίχος, καβγάς, ταραχή, φιλονικία, σετ, τάξη, φορμάρισμα, δύση, σερβίτσιο, γραμμή, στίχος, είδος, σχοινί, βαθμός, κλάση, πυκνή βλάστηση, κοστούμι, στολή, αγωγή, ταγέρ, αίτηση, στροφή, γύρος, στρίψιμο, τροπή, δέσμη χαρτιών, ρίνη, λίμα, έκταση, αχτίνα, απόσταση, διακύμανση, τρένο, αμαξοστοιχία, τραίνο, ακολουθία, ειρμός, πτήση, πέταγμα, πτήσις, φυγή, κορδόνι, χορδή, σπάγγος, αλυσίδα, ορμαθός, αλληλουχία, αποτέλεσμα, διαδοχή, αλληλοδιαδοχή

Μεταφράσεις: σειρά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
succession, serial, row, turn, series, range, line
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
volver, jaleo, remar, tornear, hacerse, disputa, cambiar, bronca, riña, sucesión, ...
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
umdrehung, krümmung, zeile, drehen, wendung, radau, wortwechsel, sequentiell, pflügen, drehung, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
tournant, ramer, mutation, queue, courbe, alternance, querelle, suite, pli, invertir, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
contesa, svolta, remare, alterco, successione, rivoltare, girata, disputa, lite, rivolgere, ...
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
turquia, tornar, remar, alar, disputa, linha, girar, fila, vez, voltar, ...
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
dispuut, toerbeurt, heibel, rij, roeien, beurt, redetwist, gelid, omkeren, veranderen, ...
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
перелицовывать, зеленеть, заворачивать, последователь, вираж, тарарам, обратиться, тур, перевертываться, виток, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bråk, krangel, føljetong, ro, dreie, svinge, omdreining, snu, følge, strid, ...
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kiv, gräl, rodd, kröka, följd, vrida, rad, serie, serien, serier
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tora, mutka, soutaa, riita, ketju, jupakka, kääntyä, rivi, kina, jono, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
veksle, skænderi, ro, vende, dreje, forandre, mundhuggeri, vending, række, serie, ...
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
prospěch, otočit, řadový, posloupnost, následnost, měnit, sled, následování, rámus, zahýbat, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kolej, kręcić, zwracać, opływać, zmieniać, zamieszanie, zjawiać, pyskówka, hałas, odcinkowy, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
leszidás, esztergapad, ijedtség, ricsaj, megfordulás, utódlás, következés, lehordás, csónakázás, örökösök, ...
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
dönemeç, kavis, dizi, döndürmek, kavga, viraj, dönmek, sıra, serisi, seriye ait, ...
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
шум, шуміти, серіал, протестувати, оборот, спадкоємця, галас, послідовність, успадкування, поверніться, ...
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rradhë, kthej, rresht, rrotullim, seri, seri të, sërë, seri e, seria
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
въртя, стругувам, променям, завъртам, серия, поредица, серии, редица, серията
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
араць, плаваць, серыя, серыі, сэрыя
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
seriaal, järgnevus, pööre, pöörama, järjestikune, riid, sõnasõda, serail, serval, sõudma, ...
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
šetnja, obrt, secesija, redni, slijeđenje, slijedni, prepirka, serijski, uključiti, uzastopnost, ...
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
snúa, bugur, ys, röð, flokkur, raðir
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
vicis, successio, roto
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vaidas, eilė, kivirčas, skandalas, ginčas, arti, irkluoti, serija, serijos, series, ...
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
griezties, rinda, griezt, airēt, tracis, ķilda, strīds, sērija, sērijas, series, ...
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
серија, серијата, низа, серии
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
rând, curbă, ceartă, succesiune, serie, seria, serii, serie de, series
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vrteti, vrsta, sled, series, serija, serijo, niz, serije
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
otočiť, sled, sériový, otáčať, postup, séria, série, sérií

Στατιστικά δημοτικότητας: σειρά

Τυχαίες λέξεις