Οικειότητα στα αγγλικά

Μετάφραση: οικειότητα, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
familiarity, intimacy, familiar, intimate, intimacy of
Οικειότητα στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: οικειότητα

habitude
  • έξη
  • οικειότης
  • οικειότητα
intimacy
  • οικειότητα
  • στενή σχέση
familiarity
  • εξοικείωση
  • οικειότητα
  • οικειότης
intimateness
  • οικειότης
  • οικειότητα

Σχετικές λέξεις: οικειότητα

οικειότητα in english, σωματική οικειότητα, οικειότητα αντωνυμα, οικειότητα λεξικό, οικειότητα συνώνυμο, οικειότητα λεξικό γλώσσας αγγλικά, οικειότητα στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • οικείος στα αγγλικά - intimate, familiar, concerned, in question, concerned is
  • οικειοποιούμαι στα αγγλικά - appropriate, oikeiopoioumai
  • οικιακός στα αγγλικά - domestic, household, homelike, Home
  • οικισμός στα αγγλικά - settlement, village, agglomeration, settlement of, a settlement
Τυχαίες λέξεις
Οικειότητα στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: familiarity, intimacy, familiar, intimate, intimacy of