Incidental στα ελληνικά

Μετάφραση: incidental, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τυχαίος, τύχη, συγκυρία, πιθανότητα, ευκαιρία, τυχαίες, παρεπόμενες, παρεμπιπτόντως, παρεμπίπτοντα, παρεπόμενα
Incidental στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • incestuoso στα ελληνικά - αιμομικτικός, αιμομικτικοί, αιμομικτική, αιμομικτικής, οι περιπτώσεις αιμομιξίας
  • incidencia στα ελληνικά - άθλημα, επεισόδιο, γεγονός, περιστατικό, επίπτωση, συχνότητα, συχνότητα εμφάνισης, ...
  • incidentalmente στα ελληνικά - τυχαία, παρεμπιπτόντως, εξάλλου, συμπτωματικά, άλλωστε
  • incidente στα ελληνικά - άθλημα, περιστατικό, γεγονός, επεισόδιο, συμβάν, συμβάντος, περιστατικού
Τυχαίες λέξεις
Incidental στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τυχαίος, τύχη, συγκυρία, πιθανότητα, ευκαιρία, τυχαίες, παρεπόμενες, παρεμπιπτόντως, παρεμπίπτοντα, παρεπόμενα