Λέξη: προβάλλω

Σχετικές λέξεις: προβάλλω

προβάλλω αόριστοσ, προβάλλω προβάλω, προβάλλω τον τόπο μου, προβάλλω συνώνυμα, προβάλλω ρημα, προβάλλω μετάφραση, προβάλλω κλίση, προβάλλω στα αγγλικά, προβάλλω μετοχη, προβάλλω ή προβάλω

Συνώνυμα: προβάλλω

κοιτάζω εκ του πλησίον, περιεργάζομαι, φαίνομαι, προσάγω, προσκομίζω, ισχυρίζομαι, προφασίζομαι, προσφέρω, ανεβάζω, τοιχοκολλώ, εμφανίζομαι, προτείνω

Μεταφράσεις: προβάλλω

προβάλλω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
project, propound, adduce, peer, come into sight, allege

προβάλλω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
proyecto, proponer, plantear

προβάλλω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
entwurf, projekt, projizieren, aufgabe, projektierung, entwerfen, vorlegen, vortragen, propound, vorzutragen

προβάλλω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
projettent, projet, projetez, projeter, saillir, plan, devoir, projetons, proposer, exposer

προβάλλω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
progetto, piano, proiettare, proporre, propugnare, propound, proponi, illustra con

προβάλλω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
projectos, traçado, proscrever, proíba, projecto, plano, propor, propõem, expor, proporem

προβάλλω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
blauwdruk, project, ontwerp, concept, projecteren, plan, laten verifiëren, verkondigen, opperen, te verkondigen, voren brengen

προβάλλω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
проецировать, выпускать, вдаваться, издаваться, проектировать, демонстрировать, пуля, намерение, планировать, план, начинание, выступать, спроектировать, выдаваться, проект, выдвигать, пропагандирующих

προβάλλω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
prosjekt, utkast, propound, fremlegger, legge fram

προβάλλω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
projekt, framlägger, framlägga

προβάλλω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
työntyä, harottaa, suunnitelma, hanke, työ, propound

προβάλλω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
projekt, opstille, fremviser imidlertid, propound, formidler deres

προβάλλω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vrhat, projektovat, projekt, navrhovat, promítat, házet, promítnout, plán, návrh, kterou navrhuji,, kterou navrhuji

προβάλλω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
projektodawca, przedsięwzięcie, projekt, wystawać, referat, projektować, wysunąć, przedkładać, propound, przedłożę, rozwagę

προβάλλω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
felvet, felad, javasol

προβάλλω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
proje, tasarı, arzetmek, teklif etmek, onaya sunmak, ileri sürmek, ortaya koymak

προβάλλω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
забороняє, висувати, висуватиме, висуватимуть

προβάλλω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shtroj, propagandoi, propozoj, propagandon, propozo

προβάλλω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
проект, излизам, излагам, предлагам за разглеждане, поставям на разискване

προβάλλω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вылучаць, высоўваць, выстаўляць, вылучыць

προβάλλω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
projekt, kavand, eelnõu, Esitab

προβάλλω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
predložiti, nastupaju, nastupaju u ime, zadati

προβάλλω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
propound

προβάλλω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
projektas, planas, pateikti svarstyti, Pateikti į testamentą priėmimas, Nuskaitomą, pateikti tvirtinti testamentą, Pateikti į testamentą

προβάλλω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
projekts, ieteikt, ierosināt

προβάλλω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
задачата, проект, предлагаат

προβάλλω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
lucrare, proiect, expune, se justifice, supune spre confirmare

προβάλλω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
projekt, propound

προβάλλω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
projekt, návrh, ktorú, ktorou, ktorá, ktoré, ktorý
Τυχαίες λέξεις