Λέξη: προαύλιο

Σχετικές λέξεις: προαύλιο

προαύλιο badminton, σχολικό προαύλιο, προαύλιο english, προαύλιο ερτ live, προαύλιο αίθουσας - μηχανουργείο (δ12), προαύλιο της κολάσεως, μουσικό προαύλιο, προαύλιο ερτ, προαύλιο ερτ τώρα

Συνώνυμα: προαύλιο

αυλή, σκώτλαντ γιάρντ, γιάρδα, μονάδα μέτρησης, κεραία ιστού, δικαστήριο, γήπεδο, ανάκτορο, μέγαρο

Μεταφράσεις: προαύλιο

προαύλιο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
yard, forecourt, court, courtyard, the courtyard

προαύλιο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
patio, corral, yarda, antepatio, atrio, explanada, patio delantero

προαύλιο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
tausend, werft, rah, yard, hof, rahe, elle, Vorhof, Vorplatz, Tankstellen, Vorplatzes

προαύλιο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
magasin, jardin, dépôt, yard, chantier, mille, cour, coudée, préau, entrepôt, avant-cour, parvis, esplanade, parvis de

προαύλιο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
corte, cortile, cortile esterno, piazzale, piazzale antistante, forecourt

προαύλιο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
jarda, pátio, quintal, xerografia, terreiro, adro, átrio, forecourt, pátio de entrada

προαύλιο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
erf, yard, hof, binnenplaats, ra, voorplein, voorhof, voorterrein, forecourt, terrein buiten

προαύλιο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ярд, леер, парк, огород, рей, двор, загон, внешний двор, АЗС, передняя площадка, передний дворик, передний дворик в

προαύλιο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
gårdsplass, forplass, forplassen, court, forgård, forecourt

προαύλιο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
gård, förgård, gården, förgården, esplanaden

προαύλιο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tarha, piha, jaardi, etuaukio, edusta, esipiha, pihaa, etupihalla

προαύλιο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
yard, gård, gårdsplads, forplads, forgård, forpladsen, en forplads

προαύλιο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dvůr, vozovna, nádvoří, ohrada, skladiště, skládka, prostor před budovou

προαύλιο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
podwórko, skład, rejon, stocznia, dwór, podwórze, jard, ogródek, dziedziniec, Forecourt, Dziedziniec, Plac przed

προαύλιο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
keresztárboc, telep, udvar, kifutókarám, vitorlarúd, százdolláros, előkert, előtér, előterében, előudvar, előteret

προαύλιο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
avlu, ön avlu, pompa alanı, popmpa alanı, alan ön avludan geçilerek

προαύλιο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дзявкання, зовнішній, відкритий

προαύλιο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
oborr, jardi, hajat i mbyllur para një ndërtese

προαύλιο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ярд, преден двор, предната част, изложбена площ, предната част на, в предната част

προαύλιο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
двор, агарод, зьнешні двор

προαύλιο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tankla, kaasneb tankla, plats tutvumiseks välja pandud, Esipiha

προαύλιο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
depo, dvorište, dvorište ispred zgrade, protivnička polovina igrališta, predziđe, polovina igrališta

προαύλιο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
forecourt

προαύλιο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
jardas, kiemas, peronų teritorijos, peronų, teniso aikštelės priekinė, teniso aikštelės priekinė dalis

προαύλιο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sēta, jards, pagalms, pagalma

προαύλιο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
двор, пред двор, внатрешен двор

προαύλιο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
curte, o curte aferentă acestuia, curte aferentă acestuia, o curte aferentă, curte aferentă

προαύλιο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
dvorišče, zunanjem prostoru, na zunanjem prostoru

προαύλιο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nádvorí, nádvorie, nádvoria, dvore
Τυχαίες λέξεις