Indemnizar στα ελληνικά
Μετάφραση: indemnizar, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναπληρώνω, αντισταθμίζω, αποζημιώσετε, αποζημιώσει, αποζημιώνει, αποζημιώνετε, να αποζημιώσετε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- indelicado στα ελληνικά - χυδαίος, αγενής, απρεπής
- indemnización στα ελληνικά - αποκατάσταση, επανόρθωση, αποζημίωση, αποζημίωσης, αντιστάθμιση, αντιστάθμισης, αποζημιώσεως
- independencia στα ελληνικά - ανεξαρτησία, ανεξαρτησίας, την ανεξαρτησία, της ανεξαρτησίας, η ανεξαρτησία
- independiente στα ελληνικά - αυτεξούσιος, ανεξάρτητος, αδέσμευτος, ανεξάρτητη, ανεξάρτητο, ανεξάρτητων, ανεξάρτητες
Τυχαίες λέξεις
Indemnizar στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναπληρώνω, αντισταθμίζω, αποζημιώσετε, αποζημιώσει, αποζημιώνει, αποζημιώνετε, να αποζημιώσετε
Μεταφράσεις: αναπληρώνω, αντισταθμίζω, αποζημιώσετε, αποζημιώσει, αποζημιώνει, αποζημιώνετε, να αποζημιώσετε