Λέξη: προσάρτημα

Σχετικές λέξεις: προσάρτημα

προσάρτημα βυθιζόμενης φρέζας (335), προσάρτημα ισολογισμού υποδειγμα, προσάρτημα αγγλικά, προσάρτημα mini saw (670), προσάρτημα επε, προσάρτημα οικονομικών καταστάσεων, προσάρτημα τροχίσματος αλυσοπρίονου (1453), προσάρτημα τροχίσματος αλυσοπρίονου, προσάρτημα πεα, προσάρτημα βυθιζόμενης φρέζας

Συνώνυμα: προσάρτημα

παράρτημα, σύνδεση, κατάσχεση, προσήλωση, αφοσίωση

Μεταφράσεις: προσάρτημα

προσάρτημα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
appendix, attachment, appendage, Appendix, the Appendix

προσάρτημα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
complemento, apéndice, accesorio, fijación, acoplamiento, adhesión, embargo

προσάρτημα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ergänzung, blinddarm, appendix, anhang, Befestigung, Aufsatz, Befestigungs, Anbringung, Anbau

προσάρτημα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ajouté, ajout, annexe, appoint, appendice, complément, supplément, addition, attachement, fixation, pièce jointe, attache, l'attachement

προσάρτημα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
appendice, completamento, attaccamento, allegato, attacco, fissaggio, di fissaggio

προσάρτημα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
apêndice, acessório, ligação, anexo, apego, fixação

προσάρτημα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
appendix, aanhangsel, bijlage, gehechtheid, aanhechting, beslag, beslaglegging, bevestiging

προσάρτημα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
прибавление, отросток, добавление, придаток, аппендикс, приложение, крепление, привязанность, крепления, вложение

προσάρτημα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
blindtarm, vedlegg, vedlegget, feste

προσάρτημα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fastsättning, fäst, bilaga, infästning, fastsättnings

προσάρτημα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
liite, kiinnitys, liitetiedostona, liitetiedoston, kiinnityksen

προσάρτημα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bilag, vedhæftet fil, fastgørelse, tilknytning, vedhæftede fil, vedhæftet

προσάρτημα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přívěšek, doložka, dodatek, příloha, apendix, doplněk, připevnění, upevnění, přílohu, obstavení

προσάρτημα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dodatek, uzupełnienie, aneks, przywiązanie, przymocowanie, załącznik, mocowanie, mocujący

προσάρτημα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vakbél, féregnyúlvány, mellékletet, mellékletként, melléklet, rögzítési, csatolt

προσάρτημα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
haciz, ek, bağlanma, eki, bağlantı

προσάρτημα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
придаток, добавлення, кріплення

προσάρτημα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kapje, shtojcën, shtojcë, lidhja, ves

προσάρτημα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
приложение, привързаност, закрепване, прикачен файл, свързване, прикрепване

προσάρτημα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
мацаванне

προσάρτημα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lisa, pimesool, arestimine, kinnitus, manusena, manuse, arestimise

προσάρτημα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
slijepo, dodatku, dodatak, prilog, vezanost, privitak, privitka, pričvršćivanje, privrženost

προσάρτημα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
botnlangi, viðhengi, tenging, viðhengið, festing, fylgiskjal

προσάρτημα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
areštas, prisirišimas, priedas, tvirtinimo, įtaisas

προσάρτημα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pieķeršanās, piestiprināšana, stiprinājuma, pielikums, aresta

προσάρτημα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
приврзаност, прикачување, прилог, прицврстување, прилогот

προσάρτημα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
atașament, atașare, fixare, atașamentul, atasament

προσάρτημα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
dodatek, pritrditev, rubež, navezanost, nastavek, zaplemba

προσάρτημα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pripevnenie, pripevnenia, upevnenie, upevnenia, pripevneniu
Τυχαίες λέξεις