Lícito στα ελληνικά

Μετάφραση: lícito, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θεμιτός, νόμιμος, νόμιμη, νόμιμο, νόμιμης, νόμιμες
Lícito στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • látigo στα ελληνικά - νικώ, μαστιγώνω, μαστίζω, μαστίγιο, κτυπά, το μαστίγιο, κτυπήστε, ...
  • léxico στα ελληνικά - λεξικό, λεξιλόγιο, λεξικού, Εγκυκλοπαίδεια, λεξιλογίου
  • líder στα ελληνικά - αρχηγός, ηγέτης, ηγεμόνας, ηγήτορας, ηγέτη, επικεφαλής, leader
  • límite στα ελληνικά - περιορίζω, όριο, σύνορο, δεμένος, ορίου, οριακές, οριακών, ...
Τυχαίες λέξεις
Lícito στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θεμιτός, νόμιμος, νόμιμη, νόμιμο, νόμιμης, νόμιμες