Ocasionar στα ελληνικά

Μετάφραση: ocasionar, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προκαλώ, σκοπός, παράγω, προσκομίζω, προξενώ, αιτία, αιτίας, αίτιο, προκαλούν, λόγος
Ocasionar στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • oca στα ελληνικά - χήνα, χήνας, χήνες, της χήνας, χηνών
  • ocasional στα ελληνικά - ανεπίσημος, ξέγνοιαστος, σποραδικός, περιστασιακή, περιστασιακές, περιστασιακά, περιστασιακό, ...
  • ocasión στα ελληνικά - περίπτωση, ώρα, χρόνος, φορά, χρόνο, χρόνου
  • ocaso στα ελληνικά - δύση, ηλιοβασίλεμα, το ηλιοβασίλεμα, ηλιοβασιλέματος, λήξης ισχύος, δύση του ηλίου
Τυχαίες λέξεις
Ocasionar στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προκαλώ, σκοπός, παράγω, προσκομίζω, προξενώ, αιτία, αιτίας, αίτιο, προκαλούν, λόγος