Λέξη: φαρδύς

Σχετικές λέξεις: φαρδύς

φαρδύς πλατύς, φαρδύς κλίση, φαρδύς συνώνυμα, φαρδύς κόλπος, νικόλαοσ φαρδύσ, ο φαρδύς, φαρδύς πληθυντικός

Συνώνυμα: φαρδύς

πλατύς, ευρύς, μέγας

Μεταφράσεις: φαρδύς

φαρδύς στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
broad, wide, baggy, Loose

φαρδύς στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
extenso, vasto, amplio, ancho, lato, amplia, gran, de ancho

φαρδύς στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
umfassend, breite, breit, enzyklopädisch, unbestimmt, weit, umfangreich, breiten, breites

φαρδύς στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
vaste, général, universel, spacieux, évasé, largement, grand, éventail, amplement, ample, large, étendu, grande, échelle

φαρδύς στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ampio, esteso, aperto, largo, vasto, grande, vasta, un'ampia

φαρδύς στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
vasto, extenso, largo, espaçoso, amplo, largamente, grande, ampla

φαρδύς στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
breed, royaal, breedvoerig, groot, ruim, uitgebreid, uitgestrekt, wijd, veelomvattend, brede

φαρδύς στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
главный, свободный, расширительный, тупой, основной, хлеб, большой, обширный, просторный, ясный, простой, распространительный, значительный, широкий, широко, шириной, широкое, широкая

φαρδύς στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bred, wide, bredt, brede, stort

φαρδύς στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
väldig, utsträckt, vidsträckt, bred, vidlyftig, vid, brett, stort, breda, stor

φαρδύς στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
laaja, leveä, naikkonen, hempukka, laakea, avara, lakea, aava, aukea, suuri, laajan, laajaa, laajuinen

φαρδύς στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
vidt, udstrakt, stor, vid, bred, lang, bredt, brede, stort

φαρδύς στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zevrubný, povšechný, rozšířený, všestranný, široký, široce, daleký, zeširoka, značný, rozlehlý, širý, obsáhlý, rozsáhlý, všeobecný, doširoka, obšírný, široká, široké, širokou, širokým

φαρδύς στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ogólnokrajowy, szeroki, ogólny, łasy, rozległy, wszechstronny, obszerny, szeroko, szerokości, szeroka, szerokie

φαρδύς στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
széles, messze, szélesre, távol, türelmes, szélesen, szintű, nagy, széles körű, szerte

φαρδύς στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
geniş, çok, geniş bir, çapında, genişliğinde

φαρδύς στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
хліб, широкий, широке, можливостей, широкого

φαρδύς στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gjerë, grua, i gjerë, të gjerë, e gjerë, mbarë

φαρδύς στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
широк, широка, широко, голямо, целия

φαρδύς στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
шыпокi, вялiкi, шырокі, шырокае

φαρδύς στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
silmus, lai, tots, Wide, laia, suur, laias

φαρδύς στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
širokoj, prost, prostran, široku, širok, širi, širokog, široko, širom, široka, široki

φαρδύς στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
breiður, viður, breitt, breidd, á breidd, víða

φαρδύς στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
latus

φαρδύς στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
platus, pločio, plataus, plati, plačiai

φαρδύς στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
plašs, plats, mēroga, plaša, mērogā

φαρδύς στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
широк, широки, широка, голем, широко

φαρδύς στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
larg, lat, mare, largă, larga

φαρδύς στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
tolerantní, širok, široka, široko, vsej, po vsej

φαρδύς στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
široký, jasný, tolerantní, širokú, široké, široká
Τυχαίες λέξεις