Προσκομίζω στα ισπανικά
Μετάφραση: προσκομίζω, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ocasionar, producto, producción, producir, aducir, aportar, aportar la, aportado, aportó
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προσκομίζω
προσκομίζω-συνώνυμα, προσκομίζω μετάφραση, προσκομίζω σημασια, προσκομίζω ετυμολογία, προσκομίζω μετάφραση αγγλικά, προσκομίζω λεξικό γλώσσας ισπανικά, προσκομίζω στα ισπανικά
Μεταφράσεις
- προσκείμενος στα ισπανικά - adyacente, vecino, adyacentes, junto, lado, al lado
- προσκολλώμαι στα ισπανικά - adherirse, aferran, se aferran, aferrarse, adherente
- προσκρούω στα ισπανικά - accidente, encuentro, chocar, colisión, chichón, golpear, bache, ...
- προσκτώμαι στα ισπανικά - agregarse, ahijar, prosktomai
Τυχαίες λέξεις
Προσκομίζω στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: ocasionar, producto, producción, producir, aducir, aportar, aportar la, aportado, aportó
Μεταφράσεις: ocasionar, producto, producción, producir, aducir, aportar, aportar la, aportado, aportó