Perfeccionar στα ελληνικά
Μετάφραση: perfeccionar, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βελτιώνομαι, τροποποιώ, βελτιώνω, τέλειος, τέλεια, τέλειο, ιδανικό, ιδανική
Μεταφράσεις
- perezoso στα ελληνικά - ράθυμος, νωχελής, βραδύς, τεμπέλης, μαλθακός, νωθρός, τεμπέληδες, ...
- perfeccionamiento στα ελληνικά - τελειοποίηση, βελτίωση, βελτίωσης, τη βελτίωση, βελτίωση της, η βελτίωση
- perfección στα ελληνικά - τελειοποίηση, τελειότητα, τελειότητας, την τελειότητα, τέλεια
- perfectamente στα ελληνικά - τέλεια, απόλυτα, απολύτως, πλήρως, ιδανική
Τυχαίες λέξεις
Perfeccionar στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βελτιώνομαι, τροποποιώ, βελτιώνω, τέλειος, τέλεια, τέλειο, ιδανικό, ιδανική
Μεταφράσεις: βελτιώνομαι, τροποποιώ, βελτιώνω, τέλειος, τέλεια, τέλειο, ιδανικό, ιδανική