Λέξη: τουρισμός

Σχετικές λέξεις: τουρισμός

τουρισμός υγείας, τουρισμός στην ελλάδα, τουρισμός ελλάδα, τουρισμός 2013, τουρισμός τρίτης ηλικίας, τουρισμός υγείας και ευεξίας, τουρισμός για όλους 2014 δικαιολογητικα, τουρισμός υπαίθρου, τουρισμός για όλους, τουρισμός 2014, κοινωνικός τουρισμός, εναλλακτικός τουρισμός, τουρισμος, κοινωνικός τουρισμός 2013, οαεδ κοινωνικός τουρισμός, εοτ, κοινωνικός τουρισμός 2014, κοινωνικος τουρισμός

Μεταφράσεις: τουρισμός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
tourism, hiking, tourism is
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
turismo, el turismo, de Turismo, del turismo, turístico
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fremdenverkehr, Tourismus, Fremdenverkehr, touristischen
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
touristique, tourisme, le tourisme, du tourisme, touristiques
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
turismo, il turismo, del turismo, turistico
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
turismo, o turismo, tourism, turismo em, do turismo
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
toerisme, toerismepagina, het toerisme, toeristische, toeristenorganisaties
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
туризм, консерватизм, туризма, по туризму, туристический, туристская
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
turisme, reiseliv, turismen, turist
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
turism, Resa, turismen, turist
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
turismi, matkailu, matkailun, matkailua, matkailualan
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
turisme, turismen, Turismeudvalget, Reise, Tourism
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
turistika, cestovní ruch, turismus, cestovního ruchu, turistiky
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
turystyka, Wakacje, Wakacje w, turystyki, miejsce Wakacje
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
idegenforgalom, turisztika, turizmus, turisztikai, idegenforgalmi, a turizmus
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
turizm, turizmi, Tatil, Seyahat
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
туризм, туризму
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
turizëm, turizmit, turizmi, turistik, e turizmit
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
туризъм, туризма, на туризма, туристическия, туризмът
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
турызм
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
turism, turismi, turismikomisjon, Tourism, turismiga
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
turizam, turistički, turističkog, turizmom, turizma, turizam u, turizmu
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ferðaþjónustu, Ferðaþjónusta, Tourism, ferðaþjónustugjald, ferðamenn
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
turizmas, turizmo, turizmą, turizmo įmonių, turizmui
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
tūrisms, tūrisma, tūrismu, Tourism, tūrismam
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
туризам, туризмот, туристички, туристичката, туристичка
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
turism, turismului, turismul, turistic, de turism
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
turizem, turizma, turizmu, turistična, turistični
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
turistika, cestovný, cestovné, cestovná, cestovnej, cestovného

Στατιστικά δημοτικότητας: τουρισμός

Τυχαίες λέξεις